παραμένω?
비축약 동사;
자동번역
로마알파벳 전사: paramenō
고전 발음: [빠라메노:]
신약 발음: [빠라매노]
기본형:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
형태분석:
παρα
(접두사)
+
μέν
(어간)
+
ω
(인칭어미)
뜻
- 머무르다, 기다리다, 묵다
- 뒤에 남다, 머무르다
- 살아남다, 살아오다
- 견디다, 참다, 인내하다
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- τοιγαροῦν καὶ ἄξιον παρὰ πάντων ἀπολαμβάνει τὸν καρπόν, εὐχομένων ταῦτά τε αὐτῇ παραμεῖναι τὰ πτερὰ καὶ ἔτι ^ πλείω ἐπιρρεῖν τἀγαθά. (Lucian, Imagines, (no name) 21:9)
(루키아노스, Imagines, (no name) 21:9)
- πρὸς δὲ τούτοις καὶ τὴν περὶ τῆς γυναικὸς διαβολὴν ὑπὸ τοῦ Ξανθίππου φησὶν ὁ Στησίμβροτος εἰς τοὺς πολλοὺς διασπαρῆναι, καὶ ὅλως ἀνήκεστον ἄχρι τῆς τελευτῆς τῷ νεανίσκῳ πρὸς τὸν πατέρα παραμεῖναι τὴν διαφοράν: (Plutarch, , chapter 36 3:2)
(플루타르코스, , chapter 36 3:2)
- οὐ μὴν ἀλλὰ τῶν ἄλλων στρατιωτῶν δεομένων ἐκβιασθέντες οἱ Φιμβριανοὶ συνέθεντο παραμεῖναι τὸ θέρος: (Plutarch, Lucullus, chapter 35 4:2)
(플루타르코스, Lucullus, chapter 35 4:2)
- καὶ πρῶτον μὲν ἐνθυμηθῆναι ὅτι νῦν ἐγὼ ἥκω οὐδεμιᾶς μοι ἀνάγκης οὔσης παραμεῖναι, οὔτ ἐγγυητὰς καταστήσας οὔθ ὑπὸ δεσμῶν ἀναγκασθείς, πιστεύσας δὲ μάλιστα μὲν τῷ δικαίῳ, ἔπειτα δὲ καὶ ὑμῖν, γνώσεσθαι τὰ δίκαια καὶ μὴ περιόψεσθαί με ἀδίκως ὑπὸ τῶν ἐχθρῶν τῶν ἐμῶν διαφθαρέντα, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον σώσειν δικαίως κατά τε τοὺς νόμους τοὺς ὑμετέρους καὶ τοὺς ὁρ´κους οὓς ὑμεῖς ὀμόσαντες μέλλετε τὴν ψῆφον οἴσειν. (Andocides, Speeches, 4:1)
(안도키데스, 연설, 4:1)
- τοῖς μὲν γὰρ ἐξ ἄστεως ὑπὲρ τῶν παρεληλυθότων ἄδειαν ποιήσειν, τοῖς δ ἐκ Πειραιῶς οὕτως πλεῖστον <ἂν> χρόνον τὴν πολιτείαν παραμεῖναι. (Lysias, Speeches, 37:2)
(리시아스, Speeches, 37:2)
유의어
-
I stay near
-
머무르다
-
뒤에 남다
-
살아남다
-
견디다
파생어
- ἀναμένω (기다리다, 머무르다, 남다)
- διαμένω (계속하다, 유지하다, 계속되다)
- ἐμμένω (거주하다, 매달리다, 지키다)
- ἐπαναμένω (기다리다, 예상하다, 대기하다)
- ἐπιμένω (기다리다, 머무르다, 묵다)
- καταμένω (머무르다, 남다, 묵다)
- μένω (머무르다, 남다, 묵다)
- περιμένω (기다리다, 예상하다, 기대하다)
- προσμένω (매달리다, 기다리다, 예상하다)
- συμμένω (계속하다, 가지다, 유지하다)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (살아남다, 살아오다, 생존하다)