헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μένω

비축약 동사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μένω μενέω ἔμεινα μεμένηκα

형태분석: μέν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 머무르다, 남다, 묵다, 기다리다
  2. 머무르다
  3. 묵다, 체류하다
  4. 빈둥거리다, 어슬렁거리다, 쉬다
  5. 남아있다, 지속되다
  6. 잔존하다
  7. 거주하다
  8. 남아있다
  9. 기다리다, 기대하다, 예상하다
  10. ~가 ~하기를 기다리다
  1. I stay, wait, (in battle) I stand fast
  2. I stay where I am
  3. I lodge
  4. I tarry; I loiter, am idle
  5. (of things) I am lasting; I remain, stand
  6. (of condition) I remain
  7. I abide by
  8. (impersonal, with infinitive) it remains
  9. (of persons) I await, expect
  10. I wait for (accusative) to (infinitive)

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μένω

(나는) 머무른다

μένεις

(너는) 머무른다

μένει

(그는) 머무른다

쌍수 μένετον

(너희 둘은) 머무른다

μένετον

(그 둘은) 머무른다

복수 μένομεν

(우리는) 머무른다

μένετε

(너희는) 머무른다

μένουσιν*

(그들은) 머무른다

접속법단수 μένω

(나는) 머무르자

μένῃς

(너는) 머무르자

μένῃ

(그는) 머무르자

쌍수 μένητον

(너희 둘은) 머무르자

μένητον

(그 둘은) 머무르자

복수 μένωμεν

(우리는) 머무르자

μένητε

(너희는) 머무르자

μένωσιν*

(그들은) 머무르자

기원법단수 μένοιμι

(나는) 머무르기를 (바라다)

μένοις

(너는) 머무르기를 (바라다)

μένοι

(그는) 머무르기를 (바라다)

쌍수 μένοιτον

(너희 둘은) 머무르기를 (바라다)

μενοίτην

(그 둘은) 머무르기를 (바라다)

복수 μένοιμεν

(우리는) 머무르기를 (바라다)

μένοιτε

(너희는) 머무르기를 (바라다)

μένοιεν

(그들은) 머무르기를 (바라다)

명령법단수 μένε

(너는) 머물러라

μενέτω

(그는) 머물러라

쌍수 μένετον

(너희 둘은) 머물러라

μενέτων

(그 둘은) 머물러라

복수 μένετε

(너희는) 머물러라

μενόντων, μενέτωσαν

(그들은) 머물러라

부정사 μένειν

머무르는 것

분사 남성여성중성
μενων

μενοντος

μενουσα

μενουσης

μενον

μενοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μένομαι

(나는) 머물러진다

μένει, μένῃ

(너는) 머물러진다

μένεται

(그는) 머물러진다

쌍수 μένεσθον

(너희 둘은) 머물러진다

μένεσθον

(그 둘은) 머물러진다

복수 μενόμεθα

(우리는) 머물러진다

μένεσθε

(너희는) 머물러진다

μένονται

(그들은) 머물러진다

접속법단수 μένωμαι

(나는) 머물러지자

μένῃ

(너는) 머물러지자

μένηται

(그는) 머물러지자

쌍수 μένησθον

(너희 둘은) 머물러지자

μένησθον

(그 둘은) 머물러지자

복수 μενώμεθα

(우리는) 머물러지자

μένησθε

(너희는) 머물러지자

μένωνται

(그들은) 머물러지자

기원법단수 μενοίμην

(나는) 머물러지기를 (바라다)

μένοιο

(너는) 머물러지기를 (바라다)

μένοιτο

(그는) 머물러지기를 (바라다)

쌍수 μένοισθον

(너희 둘은) 머물러지기를 (바라다)

μενοίσθην

(그 둘은) 머물러지기를 (바라다)

복수 μενοίμεθα

(우리는) 머물러지기를 (바라다)

μένοισθε

(너희는) 머물러지기를 (바라다)

μένοιντο

(그들은) 머물러지기를 (바라다)

명령법단수 μένου

(너는) 머물러져라

μενέσθω

(그는) 머물러져라

쌍수 μένεσθον

(너희 둘은) 머물러져라

μενέσθων

(그 둘은) 머물러져라

복수 μένεσθε

(너희는) 머물러져라

μενέσθων, μενέσθωσαν

(그들은) 머물러져라

부정사 μένεσθαι

머물러지는 것

분사 남성여성중성
μενομενος

μενομενου

μενομενη

μενομενης

μενομενον

μενομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μενῶ

(나는) 머무르겠다

μενεῖς

(너는) 머무르겠다

μενεῖ

(그는) 머무르겠다

쌍수 μενεῖτον

(너희 둘은) 머무르겠다

μενεῖτον

(그 둘은) 머무르겠다

복수 μενοῦμεν

(우리는) 머무르겠다

μενεῖτε

(너희는) 머무르겠다

μενοῦσιν*

(그들은) 머무르겠다

기원법단수 μενοῖμι

(나는) 머무르겠기를 (바라다)

μενοῖς

(너는) 머무르겠기를 (바라다)

μενοῖ

(그는) 머무르겠기를 (바라다)

쌍수 μενοῖτον

(너희 둘은) 머무르겠기를 (바라다)

μενοίτην

(그 둘은) 머무르겠기를 (바라다)

복수 μενοῖμεν

(우리는) 머무르겠기를 (바라다)

μενοῖτε

(너희는) 머무르겠기를 (바라다)

μενοῖεν

(그들은) 머무르겠기를 (바라다)

부정사 μενεῖν

머무를 것

분사 남성여성중성
μενων

μενουντος

μενουσα

μενουσης

μενουν

μενουντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μενοῦμαι

(나는) 머물러지겠다

μενεῖ, μενῇ

(너는) 머물러지겠다

μενεῖται

(그는) 머물러지겠다

쌍수 μενεῖσθον

(너희 둘은) 머물러지겠다

μενεῖσθον

(그 둘은) 머물러지겠다

복수 μενούμεθα

(우리는) 머물러지겠다

μενεῖσθε

(너희는) 머물러지겠다

μενοῦνται

(그들은) 머물러지겠다

기원법단수 μενοίμην

(나는) 머물러지겠기를 (바라다)

μενοῖο

(너는) 머물러지겠기를 (바라다)

μενοῖτο

(그는) 머물러지겠기를 (바라다)

쌍수 μενοῖσθον

(너희 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

μενοίσθην

(그 둘은) 머물러지겠기를 (바라다)

복수 μενοίμεθα

(우리는) 머물러지겠기를 (바라다)

μενοῖσθε

(너희는) 머물러지겠기를 (바라다)

μενοῖντο

(그들은) 머물러지겠기를 (바라다)

부정사 μενεῖσθαι

머물러질 것

분사 남성여성중성
μενουμενος

μενουμενου

μενουμενη

μενουμενης

μενουμενον

μενουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓μενον

(나는) 머무르고 있었다

έ̓μενες

(너는) 머무르고 있었다

έ̓μενεν*

(그는) 머무르고 있었다

쌍수 ἐμένετον

(너희 둘은) 머무르고 있었다

ἐμενέτην

(그 둘은) 머무르고 있었다

복수 ἐμένομεν

(우리는) 머무르고 있었다

ἐμένετε

(너희는) 머무르고 있었다

έ̓μενον

(그들은) 머무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμενόμην

(나는) 머물러지고 있었다

ἐμένου

(너는) 머물러지고 있었다

ἐμένετο

(그는) 머물러지고 있었다

쌍수 ἐμένεσθον

(너희 둘은) 머물러지고 있었다

ἐμενέσθην

(그 둘은) 머물러지고 있었다

복수 ἐμενόμεθα

(우리는) 머물러지고 있었다

ἐμένεσθε

(너희는) 머물러지고 있었다

ἐμένοντο

(그들은) 머물러지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓μεινα

(나는) 머물렀다

έ̓μεινας

(너는) 머물렀다

έ̓μεινεν*

(그는) 머물렀다

쌍수 ἐμείνατον

(너희 둘은) 머물렀다

ἐμεινάτην

(그 둘은) 머물렀다

복수 ἐμείναμεν

(우리는) 머물렀다

ἐμείνατε

(너희는) 머물렀다

έ̓μειναν

(그들은) 머물렀다

접속법단수 μείνω

(나는) 머물렀자

μείνῃς

(너는) 머물렀자

μείνῃ

(그는) 머물렀자

쌍수 μείνητον

(너희 둘은) 머물렀자

μείνητον

(그 둘은) 머물렀자

복수 μείνωμεν

(우리는) 머물렀자

μείνητε

(너희는) 머물렀자

μείνωσιν*

(그들은) 머물렀자

기원법단수 μείναιμι

(나는) 머물렀기를 (바라다)

μείναις

(너는) 머물렀기를 (바라다)

μείναι

(그는) 머물렀기를 (바라다)

쌍수 μείναιτον

(너희 둘은) 머물렀기를 (바라다)

μειναίτην

(그 둘은) 머물렀기를 (바라다)

복수 μείναιμεν

(우리는) 머물렀기를 (바라다)

μείναιτε

(너희는) 머물렀기를 (바라다)

μείναιεν

(그들은) 머물렀기를 (바라다)

명령법단수 μείνον

(너는) 머물렀어라

μεινάτω

(그는) 머물렀어라

쌍수 μείνατον

(너희 둘은) 머물렀어라

μεινάτων

(그 둘은) 머물렀어라

복수 μείνατε

(너희는) 머물렀어라

μεινάντων

(그들은) 머물렀어라

부정사 μείναι

머물렀는 것

분사 남성여성중성
μεινᾱς

μειναντος

μεινᾱσα

μεινᾱσης

μειναν

μειναντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμεινάμην

(나는) 머물러졌다

ἐμείνω

(너는) 머물러졌다

ἐμείνατο

(그는) 머물러졌다

쌍수 ἐμείνασθον

(너희 둘은) 머물러졌다

ἐμεινάσθην

(그 둘은) 머물러졌다

복수 ἐμεινάμεθα

(우리는) 머물러졌다

ἐμείνασθε

(너희는) 머물러졌다

ἐμείναντο

(그들은) 머물러졌다

접속법단수 μείνωμαι

(나는) 머물러졌자

μείνῃ

(너는) 머물러졌자

μείνηται

(그는) 머물러졌자

쌍수 μείνησθον

(너희 둘은) 머물러졌자

μείνησθον

(그 둘은) 머물러졌자

복수 μεινώμεθα

(우리는) 머물러졌자

μείνησθε

(너희는) 머물러졌자

μείνωνται

(그들은) 머물러졌자

기원법단수 μειναίμην

(나는) 머물러졌기를 (바라다)

μείναιο

(너는) 머물러졌기를 (바라다)

μείναιτο

(그는) 머물러졌기를 (바라다)

쌍수 μείναισθον

(너희 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

μειναίσθην

(그 둘은) 머물러졌기를 (바라다)

복수 μειναίμεθα

(우리는) 머물러졌기를 (바라다)

μείναισθε

(너희는) 머물러졌기를 (바라다)

μείναιντο

(그들은) 머물러졌기를 (바라다)

명령법단수 μείναι

(너는) 머물러졌어라

μεινάσθω

(그는) 머물러졌어라

쌍수 μείνασθον

(너희 둘은) 머물러졌어라

μεινάσθων

(그 둘은) 머물러졌어라

복수 μείνασθε

(너희는) 머물러졌어라

μεινάσθων

(그들은) 머물러졌어라

부정사 μείνεσθαι

머물러졌는 것

분사 남성여성중성
μειναμενος

μειναμενου

μειναμενη

μειναμενης

μειναμενον

μειναμενου

완료(Perfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεμένηκα

(나는) 머물렀다

μεμένηκας

(너는) 머물렀다

μεμένηκεν*

(그는) 머물렀다

쌍수 μεμενήκατον

(너희 둘은) 머물렀다

μεμενήκατον

(그 둘은) 머물렀다

복수 μεμενήκαμεν

(우리는) 머물렀다

μεμενήκατε

(너희는) 머물렀다

μεμενήκᾱσιν*

(그들은) 머물렀다

접속법단수 μεμενήκω

(나는) 머물렀자

μεμενήκῃς

(너는) 머물렀자

μεμενήκῃ

(그는) 머물렀자

쌍수 μεμενήκητον

(너희 둘은) 머물렀자

μεμενήκητον

(그 둘은) 머물렀자

복수 μεμενήκωμεν

(우리는) 머물렀자

μεμενήκητε

(너희는) 머물렀자

μεμενήκωσιν*

(그들은) 머물렀자

기원법단수 μεμενήκοιμι

(나는) 머물렀기를 (바라다)

μεμενήκοις

(너는) 머물렀기를 (바라다)

μεμενήκοι

(그는) 머물렀기를 (바라다)

쌍수 μεμενήκοιτον

(너희 둘은) 머물렀기를 (바라다)

μεμενηκοίτην

(그 둘은) 머물렀기를 (바라다)

복수 μεμενήκοιμεν

(우리는) 머물렀기를 (바라다)

μεμενήκοιτε

(너희는) 머물렀기를 (바라다)

μεμενήκοιεν

(그들은) 머물렀기를 (바라다)

명령법단수 μεμένηκε

(너는) 머물렀어라

μεμενηκέτω

(그는) 머물렀어라

쌍수 μεμενήκετον

(너희 둘은) 머물렀어라

μεμενηκέτων

(그 둘은) 머물렀어라

복수 μεμενήκετε

(너희는) 머물렀어라

μεμενηκόντων

(그들은) 머물렀어라

부정사 μεμενηκέναι

머물렀는 것

분사 남성여성중성
μεμενηκως

μεμενηκοντος

μεμενηκυῑα

μεμενηκυῑᾱς

μεμενηκον

μεμενηκοντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐθεασάμην ὄψα πολλὰ καὶ εἶπα τῷ υἱῷ μου. βάδισον καὶ ἄγαγε ὃν ἂν εὕρῃσ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν ἐνδεῆ, ὃσ μέμνηται τοῦ Κυρίου, καὶ ἰδοὺ μένω σε. (Septuagint, Liber Thobis 2:2)

    (70인역 성경, 토빗기 2:2)

  • δεσμὸν δ’ ἄδεσμον τόνδ’ ἔχουσα φυλλάδοσ μένω πρὸσ ἁγναῖσ ἐσχάραισ δυοῖν θεαῖν Κόρησ τε καὶ Δήμητροσ, οἰκτίρουσα μὲν πολιὰσ ἄπαιδασ τάσδε μητέρασ τέκνων, σέβουσα δ’ ἱερὰ στέμματ’. (Euripides, Suppliants, episode 1:8)

    (에우리피데스, Suppliants, episode 1:8)

  • οὐδὲν ἔτι προστίθημι, ἀλλ’ ἐπὶ τούτων αὖθισ μένω· (Lucian, Tyrannicida, (no name) 15:5)

    (루키아노스, Tyrannicida, (no name) 15:5)

  • ἢν δὲ καὶ μένω, ἐσ ποῖον ἱερὸν ἢ πανήγυριν φίλων εἶμ’; (Euripides, Heracles, episode, lyric 2:14)

    (에우리피데스, Heracles, episode, lyric 2:14)

  • θύσασ δὲ Γενέταισ Θεοῖσιν ἢν μακρὸν χρόνον μένω, παροῦσι δαῖτεσ ἔστωσαν φίλοισ. (Euripides, Ion, episode18)

    (에우리피데스, Ion, episode18)

  • καὶ εἶπεν ὁ Ἰωάβ. τοῦτο ἐγὼ ἄρξομαι. οὐχ οὕτωσ μενῶ ἐνώπιόν σου. καὶ ἔλαβεν Ἰωὰβ τρία βέλη ἐν τῇ χειρὶ αὐτοῦ καὶ ἐνέπηξεν αὐτὰ ἐν τῇ καρδίᾳ Ἀβεσσαλὼμ ἔτι αὐτοῦ ζῶντοσ ἐν τῇ καρδίᾳ τῆσ δρυόσ. (Septuagint, Liber II Samuelis 18:14)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 18:14)

  • ὅτι ἡ δούλη σου θεοσεβήσ ἐστι καὶ θεραπεύουσα νυκτὸσ καὶ ἡμέρασ τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ. καὶ νῦν μενῶ παρὰ σοί, κύριέ μου, καὶ ἐξελεύσεται ἡ δούλη σου κατὰ τὴν νύκτα εἰσ τὴν φάραγγα καὶ προσεύξομαι πρὸσ τὸν Θεόν, καὶ ἐρεῖ μοι πότε ἐποίησαν τὰ ἁμαρτήματα αὐτῶν. (Septuagint, Liber Iudith 11:17)

    (70인역 성경, 유딧기 11:17)

  • καὶ ἐρεῖ. μενῶ τὸν Θεὸν τὸν ἀποστρέψαντα τὸ πρόσωπόν αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ οἴκου Ἰακὼβ καὶ πεποιθὼσ ἔσομαι ἐπ̓ αὐτῷ. (Septuagint, Liber Isaiae 8:17)

    (70인역 성경, 이사야서 8:17)

유의어

  1. 머무르다

  2. 묵다

  3. 빈둥거리다

  4. 잔존하다

  5. 거주하다

  6. 남아있다

  7. 기다리다

  8. ~가 ~하기를 기다리다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION