헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μιμνάζω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: μιμνάζω

형태분석: μιμνάζ (어간) + ω (인칭어미)

어원: epic form of mi/mnw

  1. 머무르다, 남다, 묵다
  2. 기다리다, 기대하다, 예상하다
  1. to wait, stay
  2. to await, expect

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μιμνάζω

(나는) 머무른다

μιμνάζεις

(너는) 머무른다

μιμνάζει

(그는) 머무른다

쌍수 μιμνάζετον

(너희 둘은) 머무른다

μιμνάζετον

(그 둘은) 머무른다

복수 μιμνάζομεν

(우리는) 머무른다

μιμνάζετε

(너희는) 머무른다

μιμνάζουσιν*

(그들은) 머무른다

접속법단수 μιμνάζω

(나는) 머무르자

μιμνάζῃς

(너는) 머무르자

μιμνάζῃ

(그는) 머무르자

쌍수 μιμνάζητον

(너희 둘은) 머무르자

μιμνάζητον

(그 둘은) 머무르자

복수 μιμνάζωμεν

(우리는) 머무르자

μιμνάζητε

(너희는) 머무르자

μιμνάζωσιν*

(그들은) 머무르자

기원법단수 μιμνάζοιμι

(나는) 머무르기를 (바라다)

μιμνάζοις

(너는) 머무르기를 (바라다)

μιμνάζοι

(그는) 머무르기를 (바라다)

쌍수 μιμνάζοιτον

(너희 둘은) 머무르기를 (바라다)

μιμναζοίτην

(그 둘은) 머무르기를 (바라다)

복수 μιμνάζοιμεν

(우리는) 머무르기를 (바라다)

μιμνάζοιτε

(너희는) 머무르기를 (바라다)

μιμνάζοιεν

(그들은) 머무르기를 (바라다)

명령법단수 μίμναζε

(너는) 머물러라

μιμναζέτω

(그는) 머물러라

쌍수 μιμνάζετον

(너희 둘은) 머물러라

μιμναζέτων

(그 둘은) 머물러라

복수 μιμνάζετε

(너희는) 머물러라

μιμναζόντων, μιμναζέτωσαν

(그들은) 머물러라

부정사 μιμνάζειν

머무르는 것

분사 남성여성중성
μιμναζων

μιμναζοντος

μιμναζουσα

μιμναζουσης

μιμναζον

μιμναζοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μιμνάζομαι

(나는) 머물러진다

μιμνάζει, μιμνάζῃ

(너는) 머물러진다

μιμνάζεται

(그는) 머물러진다

쌍수 μιμνάζεσθον

(너희 둘은) 머물러진다

μιμνάζεσθον

(그 둘은) 머물러진다

복수 μιμναζόμεθα

(우리는) 머물러진다

μιμνάζεσθε

(너희는) 머물러진다

μιμνάζονται

(그들은) 머물러진다

접속법단수 μιμνάζωμαι

(나는) 머물러지자

μιμνάζῃ

(너는) 머물러지자

μιμνάζηται

(그는) 머물러지자

쌍수 μιμνάζησθον

(너희 둘은) 머물러지자

μιμνάζησθον

(그 둘은) 머물러지자

복수 μιμναζώμεθα

(우리는) 머물러지자

μιμνάζησθε

(너희는) 머물러지자

μιμνάζωνται

(그들은) 머물러지자

기원법단수 μιμναζοίμην

(나는) 머물러지기를 (바라다)

μιμνάζοιο

(너는) 머물러지기를 (바라다)

μιμνάζοιτο

(그는) 머물러지기를 (바라다)

쌍수 μιμνάζοισθον

(너희 둘은) 머물러지기를 (바라다)

μιμναζοίσθην

(그 둘은) 머물러지기를 (바라다)

복수 μιμναζοίμεθα

(우리는) 머물러지기를 (바라다)

μιμνάζοισθε

(너희는) 머물러지기를 (바라다)

μιμνάζοιντο

(그들은) 머물러지기를 (바라다)

명령법단수 μιμνάζου

(너는) 머물러져라

μιμναζέσθω

(그는) 머물러져라

쌍수 μιμνάζεσθον

(너희 둘은) 머물러져라

μιμναζέσθων

(그 둘은) 머물러져라

복수 μιμνάζεσθε

(너희는) 머물러져라

μιμναζέσθων, μιμναζέσθωσαν

(그들은) 머물러져라

부정사 μιμνάζεσθαι

머물러지는 것

분사 남성여성중성
μιμναζομενος

μιμναζομενου

μιμναζομενη

μιμναζομενης

μιμναζομενον

μιμναζομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμίμναζον

(나는) 머무르고 있었다

ἐμίμναζες

(너는) 머무르고 있었다

ἐμίμναζεν*

(그는) 머무르고 있었다

쌍수 ἐμιμνάζετον

(너희 둘은) 머무르고 있었다

ἐμιμναζέτην

(그 둘은) 머무르고 있었다

복수 ἐμιμνάζομεν

(우리는) 머무르고 있었다

ἐμιμνάζετε

(너희는) 머무르고 있었다

ἐμίμναζον

(그들은) 머무르고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐμιμναζόμην

(나는) 머물러지고 있었다

ἐμιμνάζου

(너는) 머물러지고 있었다

ἐμιμνάζετο

(그는) 머물러지고 있었다

쌍수 ἐμιμνάζεσθον

(너희 둘은) 머물러지고 있었다

ἐμιμναζέσθην

(그 둘은) 머물러지고 있었다

복수 ἐμιμναζόμεθα

(우리는) 머물러지고 있었다

ἐμιμνάζεσθε

(너희는) 머물러지고 있었다

ἐμιμνάζοντο

(그들은) 머물러지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Οὐδὲ μὲν οὐδ’ αὐτοῖο πάισ μενέαινεν Ἄκαστοσ ἰφθίμου Πελίαο δόμοισ ἔνι πατρὸσ ἑῆοσ μιμνάζειν, Ἄργοσ τε θεᾶσ ὑποεργὸσ Ἀθήνησ· (Apollodorus, Argonautica, book 1 5:9)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 1 5:9)

  • οὐδ’ ἔτι μιμνάζειν θέλον ἔμπεδον, ἀλλ’ ἐνὶ νηί, Ἀργέσταο παρᾶσσον ἐπιπνείοντοσ, ἔβησαν. (Apollodorus, Argonautica, book 2 16:9)

    (아폴로도로스, 아르고나우티카, book 2 16:9)

  • στῆλαι καὶ γραφίδεσ καὶ κύρβιεσ, εὐφροσύνησ μὲν αἴτια τοῖσ ταῦτα κτησαμένοισ μεγάλησ, ἀλλ’ ἐσ ὅσον ζώουσι τὰ γὰρ κενὰ κύδεα φωτῶν ψυχαῖσ οἰχομένων οὐ μάλα συμφέρεται ἡ δ’ ἀρετὴ σοφίησ τε χάρισ καὶ κεῖθι συνέρπει, κἀνθάδε μιμνάζει μνῆστιν ἐφελκομένη. (Unknown, Greek Anthology, book 4, chapter 41)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 4, chapter 41)

  • ὤμοσα μιμνάζειν σέο τηλόθεν, ἀργέτι κούρη, ἄχρι δυωδεκάτησ, ὦ πόποι, ἠριπόλησ· (Unknown, Greek Anthology, book 5, chapter 2541)

    (작자 미상, Greek Anthology, book 5, chapter 2541)

  • ὃν δέ κ’ ἐγὼν ἀπάνευθε μάχησ ἐθέλοντα νοήσω μιμνάζειν παρὰ νηυσὶ κορωνίσιν, οὔ οἱ ἔπειτα ἄρκιον ἐσσεῖται φυγέειν κύνασ ἠδ’ οἰωνούσ. (Homer, Iliad, Book 2 31:13)

    (호메로스, 일리아스, Book 2 31:13)

유의어

  1. 머무르다

  2. 기다리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION