παραμένω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
μέν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐδὲν γὰρ ἔτι τῶν παλαιῶν γνωρισμάτων αὐτοῖσ παρέμενεν, ἀλλ’ ὅμοια τὰ ὀστᾶ ἦν, ἄδηλα καὶ ἀνεπίγραφα καὶ ὑπ’ οὐδενὸσ ἔτι διακρίνεσθαι δυνάμενα. (Lucian, Necyomantia, (no name) 15:6)
- οὐ παρέμενεν δ’ αὕτη μοι πολὺν χρόνον, ἀλλὰ λυθέντοσ καὶ μετὰ Οὐεσπασιανοῦ πορευθέντοσ εἰσ τὴν Ἀλεξάνδρειαν ἀπηλλάγη· (Flavius Josephus, 490:1)
- ὀγδόῃ ἵδρωσεν δι’ ὅλου ψυχρῷ‧ ἐξανθήματα μετὰ ἱδρῶτοσ ἐρυθρά, στρογγύλα, σμικρὰ οἱο͂ν ἰόνθοι, παρέμενεν, οὐ καθίστατο‧ ἀπὸ δὲ κοιλίησ ἐρεθισμῷ σμικρῷ κοπρανα λεπτά, οἱᾶ ἄπεπτα, πολλὰ διῄει μετὰ πόνου‧ οὔρει μετ’ ὀδύνησ δακνώδεα‧ ἄκρεα σμικρὰ ἀνεθερμαίνετο, ὕπνοι λεπτοί, κωματώδησ, ἄφωνοσ, οὖρα λεπτὰ διαφανέα. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 241)
- ἕκτῃ ἐλήρει, ἐσ νύκτα ἱδρώσ, ψύξισ, παράληροσ παρέμενεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 250)
- αὕτη ἐξ ἀρχῆσ φάρυγγα ἐπώδυνοσ‧ ἔρευθοσ‧ κίων ἀνεσπασμένοσ‧ Ῥεῦμα δριμύ, δακνῶδεσ, ἁλμυρῶδεσ διὰ τέλεοσ παρέμενεν. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 290)
Synonyms
-
I stay near
-
I stand my ground
-
I stay behind
-
I survive
-
I endure
Derived
- ἀναμένω (to wait for, await, to await)
- διαμένω (to remain by, stand by, to persevere)
- ἐμμένω (to abide in a place, to abide by, stand by)
- ἐπαναμένω (to wait longer, to wait for, is there in store)
- ἐπιμένω (to stay on, tarry or abide still, wait)
- καταμένω (to stay behind, stay, to remain fixed)
- μένω (I stay, wait, I stand fast)
- περιμένω (to wait for, await, to await)
- προσμένω (to bide or wait still longer, to remain attached to, to cleave to)
- συμμένω (to hold together, keep together, to hold)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (to stay behind, survive, to await)