παραμένω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
μέν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καθάπερ γάρ ἐπὶ βουβῶνι πυρετοῦ γενομένου δεινὸν οὐθέν ἐστιν, ἂν δὲ παυσαμένου παραμένῃ, νόσοσ εἶναι δοκεῖ καὶ βαθυτέραν ἔχειν ἀρχήν, οὕτωσ ἀδελφῶν ἡ μετὰ τὸ πρᾶγμα παυομένη διαφορὰ τοῦ πράγματόσ ἐστι, τῆσ δ’ ἐπιμενούσησ πρόφασισ ἦν τὸ πρᾶγμα μοχθηράν τινα καὶ ὕπουλον αἰτίαν ἔχον. (Plutarch, De fraterno amore, section 17 4:1)
- ταῦτα γὰρ οὐκ ἐᾷ πυκνωθῆναι συνιστάμενον ἐν τῷ στάχυι τὸν καρπόν, ἀλλ’ ἐξίστησι καὶ διαχεῖ τῇ θερμότητι τὴν πῆξιν, ἂν μὴ βεβρεγμένησ τῆσ γῆσ ὑγρότησ παραμένῃ ψύχουσα καὶ νοτίζουσα τὸν στάχυν. (Plutarch, Quaestiones Naturales, chapter 14 3:1)
- ἵν’ οὖν μὴ γενόμενοσ σπέρμα τὴν σιτίου χρείαν διαφθείρῃ παραμένῃ δ’ αὐτοῖσ ἐδώδιμοσ, ἐξεσθίουσι τὴν ἀρχήν, ἀφ’ ἧσ τὸν βλαστὸν ὁ πυρὸσ ἀφίησιν. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 11 8:3)
- αἱ μὲν δὴ τοιαῦται κινήσεισ θᾶττον ἀποπαύονται, αἱ δ’ ἀπὸ τῶν ἔνδοθεν διερεθιζόντων, ὡσ ἔν τε τοῖσ καθαίρουσι φαρμάκοισ καὶ ταῖσ χολέραισ ἰσχυρότεραί τε πολὺ καὶ μονιμώτεραι γίγνονται καὶ διαμένουσιν, ἔστ’ ἂν καὶ ἡ περὶ τοῖσ στόμασι τῶν ἀγγείων διάθεσισ, ἡ τὸ πλησίον ἕλκουσα, παραμένῃ. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1345)
- ποία δύναμισ, ἣν μικρὸν ἀνθυπάτου διάταγμα κατέλυσεν ἢ μετέστησεν εἰσ ἄλλον, οὐδὲν οὐδ’ ἂν παραμένῃ σπουδῆσ ἄξιον ἔχουσαν; (Plutarch, Praecepta gerendae reipublicae, chapter, section 32 17:1)
Synonyms
-
I stay near
-
I stand my ground
-
I stay behind
-
I survive
-
I endure
Derived
- ἀναμένω (to wait for, await, to await)
- διαμένω (to remain by, stand by, to persevere)
- ἐμμένω (to abide in a place, to abide by, stand by)
- ἐπαναμένω (to wait longer, to wait for, is there in store)
- ἐπιμένω (to stay on, tarry or abide still, wait)
- καταμένω (to stay behind, stay, to remain fixed)
- μένω (I stay, wait, I stand fast)
- περιμένω (to wait for, await, to await)
- προσμένω (to bide or wait still longer, to remain attached to, to cleave to)
- συμμένω (to hold together, keep together, to hold)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (to stay behind, survive, to await)