παραμένω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
παραμένω
παραμενῶ
παρέμεινα
παραμεμένηκα
Structure:
παρα
(Prefix)
+
μέν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- I stay near, stand beside
- I stand my ground, stand fast
- I stay behind
- I survive
- (of things) I endure, last
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὅταν δὲ ἐλλείπῃ τὸ τῆσ δυνάμεωσ, οὐ παραμείναντοσ μέχρι πάντων τοῦ τόνου, διὰ τὸ τάχοσ τῆσ ἀπαγγελίασ ἀσαφήσ τε ἡ λέξισ γίνεται καὶ ἄλλασ τινὰσ ἐπιφέρει κῆρασ οὐκ εὐπρεπεῖσ. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 24 4:2)
- αὐτὸσ δ’ ὁ Μιθριδάτησ, οὔτε ὀπαδοῦ τινοσ οὔτε ἱπποκόμου παραμείναντοσ αὐτῷ, συνεξέπεσεν ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου τοῖσ πολλοῖσ ἀναμεμιγμένοσ, οὐδ’ ἵππου τῶν βασιλικῶν εὐπορήσασ, ἀλλ’ ὀψέ που κατιδὼν αὐτόν ἐν τῷ ῥεύματι τῆσ τροπῆσ ἐκείνησ διαφερόμενον Πτολεμαῖοσ ὁ εὐνοῦχοσ ἵππον ἔχων αὐτὸσ ἀπεπήδησε καὶ παρέσχεν. (Plutarch, Lucullus, chapter 17 4:1)
- ἡλικίασ δ’ ἐπὶ μήκιστον ἤλασεν ὁλόκληροσ οὐδὲν ὑπὸ τῆσ τύχησ κακωθεὶσ καὶ θανάτων τὸν ῥᾷστον ἐτελεύτησεν ὑπὸ γήρωσ μαρανθείσ, ὁμοίου παραμείναντοσ αὐτῷ τοῦ συγκληρωθέντοσ ἐξ ἀρχῆσ δαίμονοσ ἑώσ ἐξ ἀνθρώπων ἠφανίσθη, βιώσασ μὲν ὑπὲρ ὀγδοήκοντα ἔτη, βασιλεύσασ δὲ τρία καὶ τετταράκοντα, γενεὰν δὲ καταλιπών, ὡσ μὲν οἱ πλείουσ γράφουσιν, υἱοὺσ τέτταρασ καὶ θυγατέρα μίαν, ὧν ἔτι σώζεται τὰ γένη, ὡσ δὲ Γέλλιοσ Γναῖοσ ἱστορεῖ θυγατέρα μόνην, ἐξ ἧσ ἐγένετο Ἄγκοσ Μάρκιοσ ὁ τρίτοσ ἀπ’ ἐκείνου γενόμενοσ Ῥωμαίων βασιλεύσ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 2, chapter 76 8:1)
- Οἱ δὲ σφαγεῖσ ἐβούλοντο μέν τι εἰπεῖν ἐν τῷ βουλευτηρίῳ, οὐδενὸσ δὲ παραμείναντοσ τὰ ἱμάτια ταῖσ λαιαῖσ ὥσπερ ἀσπίδασ περιπλεξάμενοι καὶ τὰ ξίφη μετὰ τοῦ αἵματοσ ἔχοντεσ ἐβοηδρόμουν βασιλέα καὶ τύραννον ἀνελεῖν. (Appian, The Civil Wars, book 2, chapter 17 2:1)
Synonyms
-
I stay near
-
I stand my ground
-
I stay behind
-
I survive
-
I endure
Derived
- ἀναμένω (to wait for, await, to await)
- διαμένω (to remain by, stand by, to persevere)
- ἐμμένω (to abide in a place, to abide by, stand by)
- ἐπαναμένω (to wait longer, to wait for, is there in store)
- ἐπιμένω (to stay on, tarry or abide still, wait)
- καταμένω (to stay behind, stay, to remain fixed)
- μένω (I stay, wait, I stand fast)
- περιμένω (to wait for, await, to await)
- προσμένω (to bide or wait still longer, to remain attached to, to cleave to)
- συμμένω (to hold together, keep together, to hold)
- συμπαραμένω (to stay along with or among)
- ὑπομένω (to stay behind, survive, to await)