- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

μεταφέρω?

비축약 동사; 로마알파벳 전사: metapherō 고전 발음: [메따페로:] 신약 발음: [매따패로]

기본형: μεταφέρω μετοίσω

형태분석: μετα (접두사) + φέρ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 옮기다, 넘겨주다
  2. 바꾸다, 변화시키다, 변경하다
  3. (수사학) 의미를 전이시키다, 비유를 사용하다
  1. to carry over, transfer
  2. to change, alter
  3. (rhetoric) to transfer a word to a new sense, use it in a changed sense, employ a metaphor

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφέρω

(나는) 옮긴다

μεταφέρεις

(너는) 옮긴다

μεταφέρει

(그는) 옮긴다

쌍수 μεταφέρετον

(너희 둘은) 옮긴다

μεταφέρετον

(그 둘은) 옮긴다

복수 μεταφέρομεν

(우리는) 옮긴다

μεταφέρετε

(너희는) 옮긴다

μεταφέρουσι(ν)

(그들은) 옮긴다

접속법단수 μεταφέρω

(나는) 옮기자

μεταφέρῃς

(너는) 옮기자

μεταφέρῃ

(그는) 옮기자

쌍수 μεταφέρητον

(너희 둘은) 옮기자

μεταφέρητον

(그 둘은) 옮기자

복수 μεταφέρωμεν

(우리는) 옮기자

μεταφέρητε

(너희는) 옮기자

μεταφέρωσι(ν)

(그들은) 옮기자

기원법단수 μεταφέροιμι

(나는) 옮기기를 (바라다)

μεταφέροις

(너는) 옮기기를 (바라다)

μεταφέροι

(그는) 옮기기를 (바라다)

쌍수 μεταφέροιτον

(너희 둘은) 옮기기를 (바라다)

μεταφεροίτην

(그 둘은) 옮기기를 (바라다)

복수 μεταφέροιμεν

(우리는) 옮기기를 (바라다)

μεταφέροιτε

(너희는) 옮기기를 (바라다)

μεταφέροιεν

(그들은) 옮기기를 (바라다)

명령법단수 μεταφέρε

(너는) 옮겨라

μεταφερέτω

(그는) 옮겨라

쌍수 μεταφέρετον

(너희 둘은) 옮겨라

μεταφερέτων

(그 둘은) 옮겨라

복수 μεταφέρετε

(너희는) 옮겨라

μεταφερόντων, μεταφερέτωσαν

(그들은) 옮겨라

부정사 μεταφέρειν

옮기는 것

분사 남성여성중성
μεταφερων

μεταφεροντος

μεταφερουσα

μεταφερουσης

μεταφερον

μεταφεροντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μεταφέρομαι

(나는) 옮겨진다

μεταφέρει, μεταφέρῃ

(너는) 옮겨진다

μεταφέρεται

(그는) 옮겨진다

쌍수 μεταφέρεσθον

(너희 둘은) 옮겨진다

μεταφέρεσθον

(그 둘은) 옮겨진다

복수 μεταφερόμεθα

(우리는) 옮겨진다

μεταφέρεσθε

(너희는) 옮겨진다

μεταφέρονται

(그들은) 옮겨진다

접속법단수 μεταφέρωμαι

(나는) 옮겨지자

μεταφέρῃ

(너는) 옮겨지자

μεταφέρηται

(그는) 옮겨지자

쌍수 μεταφέρησθον

(너희 둘은) 옮겨지자

μεταφέρησθον

(그 둘은) 옮겨지자

복수 μεταφερώμεθα

(우리는) 옮겨지자

μεταφέρησθε

(너희는) 옮겨지자

μεταφέρωνται

(그들은) 옮겨지자

기원법단수 μεταφεροίμην

(나는) 옮겨지기를 (바라다)

μεταφέροιο

(너는) 옮겨지기를 (바라다)

μεταφέροιτο

(그는) 옮겨지기를 (바라다)

쌍수 μεταφέροισθον

(너희 둘은) 옮겨지기를 (바라다)

μεταφεροίσθην

(그 둘은) 옮겨지기를 (바라다)

복수 μεταφεροίμεθα

(우리는) 옮겨지기를 (바라다)

μεταφέροισθε

(너희는) 옮겨지기를 (바라다)

μεταφέροιντο

(그들은) 옮겨지기를 (바라다)

명령법단수 μεταφέρου

(너는) 옮겨져라

μεταφερέσθω

(그는) 옮겨져라

쌍수 μεταφέρεσθον

(너희 둘은) 옮겨져라

μεταφερέσθων

(그 둘은) 옮겨져라

복수 μεταφέρεσθε

(너희는) 옮겨져라

μεταφερέσθων, μεταφερέσθωσαν

(그들은) 옮겨져라

부정사 μεταφέρεσθαι

옮겨지는 것

분사 남성여성중성
μεταφερομενος

μεταφερομενου

μεταφερομενη

μεταφερομενης

μεταφερομενον

μεταφερομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοίσω

(나는) 옮기겠다

μετοίσεις

(너는) 옮기겠다

μετοίσει

(그는) 옮기겠다

쌍수 μετοίσετον

(너희 둘은) 옮기겠다

μετοίσετον

(그 둘은) 옮기겠다

복수 μετοίσομεν

(우리는) 옮기겠다

μετοίσετε

(너희는) 옮기겠다

μετοίσουσι(ν)

(그들은) 옮기겠다

기원법단수 μετοίσοιμι

(나는) 옮기겠기를 (바라다)

μετοίσοις

(너는) 옮기겠기를 (바라다)

μετοίσοι

(그는) 옮기겠기를 (바라다)

쌍수 μετοίσοιτον

(너희 둘은) 옮기겠기를 (바라다)

μετοισοίτην

(그 둘은) 옮기겠기를 (바라다)

복수 μετοίσοιμεν

(우리는) 옮기겠기를 (바라다)

μετοίσοιτε

(너희는) 옮기겠기를 (바라다)

μετοίσοιεν

(그들은) 옮기겠기를 (바라다)

부정사 μετοίσειν

옮길 것

분사 남성여성중성
μετοισων

μετοισοντος

μετοισουσα

μετοισουσης

μετοισον

μετοισοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετοίσομαι

(나는) 옮겨지겠다

μετοίσει, μετοίσῃ

(너는) 옮겨지겠다

μετοίσεται

(그는) 옮겨지겠다

쌍수 μετοίσεσθον

(너희 둘은) 옮겨지겠다

μετοίσεσθον

(그 둘은) 옮겨지겠다

복수 μετοισόμεθα

(우리는) 옮겨지겠다

μετοίσεσθε

(너희는) 옮겨지겠다

μετοίσονται

(그들은) 옮겨지겠다

기원법단수 μετοισοίμην

(나는) 옮겨지겠기를 (바라다)

μετοίσοιο

(너는) 옮겨지겠기를 (바라다)

μετοίσοιτο

(그는) 옮겨지겠기를 (바라다)

쌍수 μετοίσοισθον

(너희 둘은) 옮겨지겠기를 (바라다)

μετοισοίσθην

(그 둘은) 옮겨지겠기를 (바라다)

복수 μετοισοίμεθα

(우리는) 옮겨지겠기를 (바라다)

μετοίσοισθε

(너희는) 옮겨지겠기를 (바라다)

μετοίσοιντο

(그들은) 옮겨지겠기를 (바라다)

부정사 μετοίσεσθαι

옮겨질 것

분사 남성여성중성
μετοισομενος

μετοισομενου

μετοισομενη

μετοισομενης

μετοισομενον

μετοισομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετέφερον

(나는) 옮기고 있었다

μετέφερες

(너는) 옮기고 있었다

μετέφερε(ν)

(그는) 옮기고 있었다

쌍수 μετεφέρετον

(너희 둘은) 옮기고 있었다

μετεφερέτην

(그 둘은) 옮기고 있었다

복수 μετεφέρομεν

(우리는) 옮기고 있었다

μετεφέρετε

(너희는) 옮기고 있었다

μετέφερον

(그들은) 옮기고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετεφερόμην

(나는) 옮겨지고 있었다

μετεφέρου

(너는) 옮겨지고 있었다

μετεφέρετο

(그는) 옮겨지고 있었다

쌍수 μετεφέρεσθον

(너희 둘은) 옮겨지고 있었다

μετεφερέσθην

(그 둘은) 옮겨지고 있었다

복수 μετεφερόμεθα

(우리는) 옮겨지고 있었다

μετεφέρεσθε

(너희는) 옮겨지고 있었다

μετεφέροντο

(그들은) 옮겨지고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετῆνεγκα

(나는) 옮겼다

μετῆνεγκας

(너는) 옮겼다

μετῆνεγκε(ν)

(그는) 옮겼다

쌍수 μετήνεγκατον

(너희 둘은) 옮겼다

μετηνε῀γκατην

(그 둘은) 옮겼다

복수 μετήνεγκαμεν

(우리는) 옮겼다

μετήνεγκατε

(너희는) 옮겼다

μετῆνεγκαν

(그들은) 옮겼다

접속법단수 μετενέγκω

(나는) 옮겼자

μετενέγκῃς

(너는) 옮겼자

μετενέγκῃ

(그는) 옮겼자

쌍수 μετενέγκητον

(너희 둘은) 옮겼자

μετενέγκητον

(그 둘은) 옮겼자

복수 μετενέγκωμεν

(우리는) 옮겼자

μετενέγκητε

(너희는) 옮겼자

μετενέγκωσι(ν)

(그들은) 옮겼자

기원법단수 μετενέγκαιμι

(나는) 옮겼기를 (바라다)

μετενέγκαις

(너는) 옮겼기를 (바라다)

μετενέγκαι

(그는) 옮겼기를 (바라다)

쌍수 μετενέγκαιτον

(너희 둘은) 옮겼기를 (바라다)

μετενεγκαίτην

(그 둘은) 옮겼기를 (바라다)

복수 μετενέγκαιμεν

(우리는) 옮겼기를 (바라다)

μετενέγκαιτε

(너희는) 옮겼기를 (바라다)

μετενέγκαιεν

(그들은) 옮겼기를 (바라다)

명령법단수 μετένεγκον

(너는) 옮겼어라

μετενεγκάτω

(그는) 옮겼어라

쌍수 μετενέγκατον

(너희 둘은) 옮겼어라

μετενεγκάτων

(그 둘은) 옮겼어라

복수 μετενέγκατε

(너희는) 옮겼어라

μετενεγκάντων

(그들은) 옮겼어라

부정사 μετενέγκαι

옮겼는 것

분사 남성여성중성
μετενεγκας

μετενεγκαντος

μετενεγκασα

μετενεγκασης

μετενεγκαν

μετενεγκαντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 μετηνε῀γκαμην

(나는) 옮겨졌다

μετήνεγκω

(너는) 옮겨졌다

μετήνεγκατο

(그는) 옮겨졌다

쌍수 μετήνεγκασθον

(너희 둘은) 옮겨졌다

μετηνε῀γκασθην

(그 둘은) 옮겨졌다

복수 μετηνε῀γκαμεθα

(우리는) 옮겨졌다

μετήνεγκασθε

(너희는) 옮겨졌다

μετήνεγκαντο

(그들은) 옮겨졌다

접속법단수 μετενέγκωμαι

(나는) 옮겨졌자

μετενέγκῃ

(너는) 옮겨졌자

μετενέγκηται

(그는) 옮겨졌자

쌍수 μετενέγκησθον

(너희 둘은) 옮겨졌자

μετενέγκησθον

(그 둘은) 옮겨졌자

복수 μετενεγκώμεθα

(우리는) 옮겨졌자

μετενέγκησθε

(너희는) 옮겨졌자

μετενέγκωνται

(그들은) 옮겨졌자

기원법단수 μετενεγκαίμην

(나는) 옮겨졌기를 (바라다)

μετενέγκαιο

(너는) 옮겨졌기를 (바라다)

μετενέγκαιτο

(그는) 옮겨졌기를 (바라다)

쌍수 μετενέγκαισθον

(너희 둘은) 옮겨졌기를 (바라다)

μετενεγκαίσθην

(그 둘은) 옮겨졌기를 (바라다)

복수 μετενεγκαίμεθα

(우리는) 옮겨졌기를 (바라다)

μετενέγκαισθε

(너희는) 옮겨졌기를 (바라다)

μετενέγκαιντο

(그들은) 옮겨졌기를 (바라다)

명령법단수 μετένεγκαι

(너는) 옮겨졌어라

μετενεγκάσθω

(그는) 옮겨졌어라

쌍수 μετενέγκασθον

(너희 둘은) 옮겨졌어라

μετενεγκάσθων

(그 둘은) 옮겨졌어라

복수 μετενέγκασθε

(너희는) 옮겨졌어라

μετενεγκάσθων

(그들은) 옮겨졌어라

부정사 μετενέγκεσθαι

옮겨졌는 것

분사 남성여성중성
μετενεγκαμενος

μετενεγκαμενου

μετενεγκαμενη

μετενεγκαμενης

μετενεγκαμενον

μετενεγκαμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • πειρῶ δὲ τῇ ἐπινοίᾳ μεταφέρουσα σεαυτὴν ἀποκαθιστάναι πολλάκις εἰς ἐκεῖνον τὸν χρόνον, ἐν ᾧ, μηδέπω τοῦ παιδίου τούτου γεγονότος, μηδὲν ἔγκλημα πρὸς τὴν τύχην εἴχομεν: (Plutarch, Consolatio ad uxorem, section 81)

    (플루타르코스, Consolatio ad uxorem, section 81)

유의어

  1. 옮기다

  2. 바꾸다

관련어

명사

형용사

동사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION