헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐπιτυγχάνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐπιτυγχάνω ἐπιτεύξομαι ἐπέτυχον

형태분석: ἐπι (접두사) + τυγχάν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 도달하다, 만나다, 도착하다, 얻다
  2. 도달하다, 얻다, 닿다, 도착하다
  3. 계승하다, 성공하다, 잇따라 일어나다, 잇다
  4. 읽다, 보다
  1. to hit the mark, to light or fall upon, meet with
  2. the first person one meets, any one
  3. to attain to, reach, gain
  4. to succeed in
  5. to be successful in, to succeed, be successful
  6. to read

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτυγχάνω

(나는) 도달한다

ἐπιτυγχάνεις

(너는) 도달한다

ἐπιτυγχάνει

(그는) 도달한다

쌍수 ἐπιτυγχάνετον

(너희 둘은) 도달한다

ἐπιτυγχάνετον

(그 둘은) 도달한다

복수 ἐπιτυγχάνομεν

(우리는) 도달한다

ἐπιτυγχάνετε

(너희는) 도달한다

ἐπιτυγχάνουσιν*

(그들은) 도달한다

접속법단수 ἐπιτυγχάνω

(나는) 도달하자

ἐπιτυγχάνῃς

(너는) 도달하자

ἐπιτυγχάνῃ

(그는) 도달하자

쌍수 ἐπιτυγχάνητον

(너희 둘은) 도달하자

ἐπιτυγχάνητον

(그 둘은) 도달하자

복수 ἐπιτυγχάνωμεν

(우리는) 도달하자

ἐπιτυγχάνητε

(너희는) 도달하자

ἐπιτυγχάνωσιν*

(그들은) 도달하자

기원법단수 ἐπιτυγχάνοιμι

(나는) 도달하기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοις

(너는) 도달하기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοι

(그는) 도달하기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτυγχάνοιτον

(너희 둘은) 도달하기를 (바라다)

ἐπιτυγχανοίτην

(그 둘은) 도달하기를 (바라다)

복수 ἐπιτυγχάνοιμεν

(우리는) 도달하기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοιτε

(너희는) 도달하기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοιεν

(그들은) 도달하기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτύγχανε

(너는) 도달해라

ἐπιτυγχανέτω

(그는) 도달해라

쌍수 ἐπιτυγχάνετον

(너희 둘은) 도달해라

ἐπιτυγχανέτων

(그 둘은) 도달해라

복수 ἐπιτυγχάνετε

(너희는) 도달해라

ἐπιτυγχανόντων, ἐπιτυγχανέτωσαν

(그들은) 도달해라

부정사 ἐπιτυγχάνειν

도달하는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτυγχανων

ἐπιτυγχανοντος

ἐπιτυγχανουσα

ἐπιτυγχανουσης

ἐπιτυγχανον

ἐπιτυγχανοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτυγχάνομαι

(나는) 도달된다

ἐπιτυγχάνει, ἐπιτυγχάνῃ

(너는) 도달된다

ἐπιτυγχάνεται

(그는) 도달된다

쌍수 ἐπιτυγχάνεσθον

(너희 둘은) 도달된다

ἐπιτυγχάνεσθον

(그 둘은) 도달된다

복수 ἐπιτυγχανόμεθα

(우리는) 도달된다

ἐπιτυγχάνεσθε

(너희는) 도달된다

ἐπιτυγχάνονται

(그들은) 도달된다

접속법단수 ἐπιτυγχάνωμαι

(나는) 도달되자

ἐπιτυγχάνῃ

(너는) 도달되자

ἐπιτυγχάνηται

(그는) 도달되자

쌍수 ἐπιτυγχάνησθον

(너희 둘은) 도달되자

ἐπιτυγχάνησθον

(그 둘은) 도달되자

복수 ἐπιτυγχανώμεθα

(우리는) 도달되자

ἐπιτυγχάνησθε

(너희는) 도달되자

ἐπιτυγχάνωνται

(그들은) 도달되자

기원법단수 ἐπιτυγχανοίμην

(나는) 도달되기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοιο

(너는) 도달되기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοιτο

(그는) 도달되기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτυγχάνοισθον

(너희 둘은) 도달되기를 (바라다)

ἐπιτυγχανοίσθην

(그 둘은) 도달되기를 (바라다)

복수 ἐπιτυγχανοίμεθα

(우리는) 도달되기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοισθε

(너희는) 도달되기를 (바라다)

ἐπιτυγχάνοιντο

(그들은) 도달되기를 (바라다)

명령법단수 ἐπιτυγχάνου

(너는) 도달되어라

ἐπιτυγχανέσθω

(그는) 도달되어라

쌍수 ἐπιτυγχάνεσθον

(너희 둘은) 도달되어라

ἐπιτυγχανέσθων

(그 둘은) 도달되어라

복수 ἐπιτυγχάνεσθε

(너희는) 도달되어라

ἐπιτυγχανέσθων, ἐπιτυγχανέσθωσαν

(그들은) 도달되어라

부정사 ἐπιτυγχάνεσθαι

도달되는 것

분사 남성여성중성
ἐπιτυγχανομενος

ἐπιτυγχανομενου

ἐπιτυγχανομενη

ἐπιτυγχανομενης

ἐπιτυγχανομενον

ἐπιτυγχανομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπιτεύξομαι

(나는) 도달하겠다

ἐπιτεύξει, ἐπιτεύξῃ

(너는) 도달하겠다

ἐπιτεύξεται

(그는) 도달하겠다

쌍수 ἐπιτεύξεσθον

(너희 둘은) 도달하겠다

ἐπιτεύξεσθον

(그 둘은) 도달하겠다

복수 ἐπιτευξόμεθα

(우리는) 도달하겠다

ἐπιτεύξεσθε

(너희는) 도달하겠다

ἐπιτεύξονται

(그들은) 도달하겠다

기원법단수 ἐπιτευξοίμην

(나는) 도달하겠기를 (바라다)

ἐπιτεύξοιο

(너는) 도달하겠기를 (바라다)

ἐπιτεύξοιτο

(그는) 도달하겠기를 (바라다)

쌍수 ἐπιτεύξοισθον

(너희 둘은) 도달하겠기를 (바라다)

ἐπιτευξοίσθην

(그 둘은) 도달하겠기를 (바라다)

복수 ἐπιτευξοίμεθα

(우리는) 도달하겠기를 (바라다)

ἐπιτεύξοισθε

(너희는) 도달하겠기를 (바라다)

ἐπιτεύξοιντο

(그들은) 도달하겠기를 (바라다)

부정사 ἐπιτεύξεσθαι

도달할 것

분사 남성여성중성
ἐπιτευξομενος

ἐπιτευξομενου

ἐπιτευξομενη

ἐπιτευξομενης

ἐπιτευξομενον

ἐπιτευξομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετύγχανον

(나는) 도달하고 있었다

ἐπετύγχανες

(너는) 도달하고 있었다

ἐπετύγχανεν*

(그는) 도달하고 있었다

쌍수 ἐπετυγχάνετον

(너희 둘은) 도달하고 있었다

ἐπετυγχανέτην

(그 둘은) 도달하고 있었다

복수 ἐπετυγχάνομεν

(우리는) 도달하고 있었다

ἐπετυγχάνετε

(너희는) 도달하고 있었다

ἐπετύγχανον

(그들은) 도달하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπετυγχανόμην

(나는) 도달되고 있었다

ἐπετυγχάνου

(너는) 도달되고 있었다

ἐπετυγχάνετο

(그는) 도달되고 있었다

쌍수 ἐπετυγχάνεσθον

(너희 둘은) 도달되고 있었다

ἐπετυγχανέσθην

(그 둘은) 도달되고 있었다

복수 ἐπετυγχανόμεθα

(우리는) 도달되고 있었다

ἐπετυγχάνεσθε

(너희는) 도달되고 있었다

ἐπετυγχάνοντο

(그들은) 도달되고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐπέτυχον

(나는) 도달했다

ἐπέτυχες

(너는) 도달했다

ἐπέτυχεν*

(그는) 도달했다

쌍수 ἐπετύχετον

(너희 둘은) 도달했다

ἐπετυχέτην

(그 둘은) 도달했다

복수 ἐπετύχομεν

(우리는) 도달했다

ἐπετύχετε

(너희는) 도달했다

ἐπέτυχον

(그들은) 도달했다

명령법단수 ἐπιτύχε

(너는) 도달했어라

ἐπιτυχέτω

(그는) 도달했어라

쌍수 ἐπιτύχετον

(너희 둘은) 도달했어라

ἐπιτυχέτων

(그 둘은) 도달했어라

복수 ἐπιτύχετε

(너희는) 도달했어라

ἐπιτυχόντων

(그들은) 도달했어라

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • τῆσ σαφηνείασ καὶ τῆσ ἐναργείασ ἀμφοτέρουσ κρατεῖν ἀπεφηνάμην, ἐν δὲ τῷ συντόμωσ ἐκφέρειν τὰ νοήματα Λυσίαν μᾶλλον ἡγούμην ἐπιτυγχάνειν. (Dionysius of Halicarnassus, De Isocrate, chapter 11 1:3)

    (디오니시오스, De Isocrate, chapter 11 1:3)

  • ὅμωσ δ’ οὖν ἐχέτω τινὰ συγγνώμην αὐτοῖσ, εἰ ἐπιτυγχάνοιτο· (Lucian, De mercede, (no name) 8:3)

    (루키아노스, De mercede, (no name) 8:3)

  • Οὔκ, ἀλλὰ ἐρᾶν μέν, ἀπραγμονέστερον δὲ αὐτῶν ἐπιτυγχάνειν· (Lucian, Dialogi deorum, 4:5)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 4:5)

  • εἶθ’ οἱ μὲν καλοῦσι τοὺσ ἰατρούσ, αἰσθάνονται γὰρ ὧν δέονται πρὸσ ἃ νοσοῦσιν οἱ δὲ φεύγουσι τοὺσ φιλοσόφουσ, οἰόνται γὰρ ἐπιτυγχάνειν ἐν οἷσ διαμαρτάνουσιν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 1:1)

  • εἶθ’ οἱ μὲν καλοῦσι τοὺσ ἰατρούσ, αἰσθάνονται γὰρ ὧν δέονται πρὸσ ἃ νοσοῦσιν οἱ δὲ φεύγουσι τοὺσ φιλοσόφουσ, οἰόνται γὰρ ἐπιτυγχάνειν ἐν οἷσ διαμαρτάνουσιν. (Plutarch, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:1)

    (플루타르코스, Animine an corporis affectiones sint peiores, section 3 3:1)

  • ἐπιτυγχάνω δὲ ἐλάφῳνεωστὶ κατὰ τοῦ κρημνοῦ πεπτωκότι παρ’ αὐτὴν τὴν ῥαχίαν, ὑπὸ τῶν κυμάτων παιομένῳ, φυσῶντι ἔτι. (Dio, Chrysostom, Orationes, 4:3)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 4:3)

유의어

  1. 도달하다

  2. the first person one meets

  3. 도달하다

  4. to succeed in

  5. 계승하다

  6. 읽다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION