ἐξικνέομαι
ε-contract Verb;
이상동사
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἐξικνέομαι
ἐξικνίξομαι
ἐξικόμην
Structure:
ἐξ
(Prefix)
+
ἱκνέ
(Stem)
+
ομαι
(Ending)
Sense
- to reach, arrive at
- to come to
- to arrive at or reach, to complete, accomplish
- to reach, I can get by inquiry
- to be sufficient
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ὅτι δ’ αὕτη λόγῳ δυσθεώρητοσ αἰσθήσει δ’ ἄληπτόσ ἐστι, μὴ παρὰ Σωκράτουσ σοφιστοῦ καὶ ἀλαζόνοσ ἀνδρόσ, ἀλλὰ παρὰ τῶν σοφῶν τούτων λάβωμεν, οἳ μέχρι τῶν περὶ σάρκα τῆσ ψυχῆσ δυνάμεων, αἷσ θερμότητα καὶ μαλακότητα καὶ τόνον παρέχει τῷ σώματι, τὴν οὐσίαν συμπηγνύντεσ αὐτῆσ ἔκ τινοσ θερμοῦ καὶ πνευματικοῦ καὶ ἀερώδουσ οὐκ ἐξικνοῦνται πρὸσ τὸ κυριώτατον ἀλλ’ ἀπαγορεύουσι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 207)
- "δεύτερον τοίνυν τοῦτο διανοηθῶμεν, ὡσ αἱ μὲν δικαιώσεισ αἱ παρ’ ἀνθρώπων μόνον ἔχουσαι τὸ ἀντιλυποῦν ἔργον ἐν τῷ κακῶσ τὸν δεδρακότα παθεῖν ἵστανται, περαιτέρω δ’ οὐκ ἐξικνοῦνται· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 61)
- καὶ γὰρ αἰδοῖα καὶ μήτρασ καὶ τὸ χρῆσθαι μεθ’ ἡδονῆσ τούτοισ ἔχουσαι πρὸσ τὸ τέλοσ οὐκ ἐξικνοῦνται τῆσ γενέσεωσ. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 4 4:2)
- ὅσοι δὲ πρὸσ τὸ ἦθοσ ἐξικνοῦνται τοῖσ ἐπαίνοισ καὶ νὴ Δία τοῦ τρόπου τῇ κολακείᾳ θιγγάνουσι, ταὐτὸ ποιοῦσι τῶν οἰκετῶν τοῖσ μὴ ἀπὸ τοῦ σωροῦ κλέπτουσιν ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ σπέρματοσ σπέρμα γὰρ τῶν πράξεων οὖσαν τὴν διάθεσιν καὶ τὸ ἦθοσ ἀρχὴν καὶ πηγὴν τοῦ βίου διαστρέφουσι, τὰ τῆσ ἀρετῆσ ὀνόματα τῇ κακίᾳ περιτιθέντεσ. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 12 8:1)
- ἐκεῖναι γὰρ διὰ τὸ χειροπληθέσι τοῖσ λίθοισ σφενδονᾶν ἐπὶ βραχὺ ἐξικνοῦνται, οἱ δὲ Ῥόδιοι καὶ ταῖσ μολυβδίσιν ἐπίστανται χρῆσθαι. (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 19:1)
Synonyms
-
to reach
-
to come to
- παραβάλλω (to come n)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἵκω (to come to)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἔρχομαι (I come, go)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἔξειμι (to go out, come out)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ἱκνέομαι (to come)
- βλώσκω (come, go)
- βάσκω ( come, go)
- σύνειμι (to come in)
- ἀφικνέομαι (to come)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἀμείβω (comes on)
- συμπορεύομαι (to come together)
- συνεκπεράω (to come out together)
- ἱκνέομαι (to come upon)
- προσέρπω (to come to or upon)
- προσβαίνω (to come upon)
- ἵκω (come upon, upon)
- ἔπειμι (to come upon)
- περίειμι (to come round to)
- περιέρχομαι (to come round)
- περινίσσομαι (to come round)
- περιβαίνω (to come round)
- συγκαταβαίνω (to go or come down with)
- κατίσχω (to come down)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐπεισέρχομαι (to come in besides)
- προσνίσσομαι (to come against)
- πάρειμι (to have come from)
- προεισέρχομαι (to come or go in before)
- ἐξάνειμι (to come back from)
- καθήκω (is come, [the time], comes)
- πρόσειμι (to come on, be at hand)
- παρίστημι (I come, I am at hand)
- ἐπεισέρχομαι (to come in after)
- ἔξειμι (to come forth)
- ἐξανέρχομαι (to come forth from)
- ἐξορίζω (to come forth from)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- περαίνω (to come to an end, end)
- τελευτάω (to come to an end)
- πελάζω (come near)
- ἐπιπίλναμαι (to come near)
- προσχρίμπτω (to come near)
- προπορεύομαι (to come forward)
- πρόσειμι (to come forward)
- ἐπέρχομαι (to come on, return)
- προσστείχω (to go or come towards)
- ὑπαντάω (to come or go to meet)
- ἐπιχορεύω (to come dancing on)
- ἀναδύνω (to come up, rise)
- συγγίγνομαι (to come to assist)
- προσνίσσομαι (to come or go to, to approach)
- ἐπιδημέω (to come home)
- προσαμύνω (to come to aid)
-
to arrive at or reach
-
to reach
-
to be sufficient
Derived
- ἀφικνέομαι (to come to, from, to arrive at)
- διικνέομαι (to go through, penetrate, to reach)
- εἰσαφικνέομαι (to come into or to, reach or arrive at)
- εἰσικνέομαι (to go into, penetrate)
- ἐφικνέομαι (to reach at, aim at, to reach or extend)
- ἱκνέομαι (to come, to come to, came)
- καθικνέομαι (to come down to, to reach, touch)
- προαφικνέομαι (to arrive first)
- προσαφικνέομαι (to arrive at, to arrive and join, to approach)
- προσικνέομαι (to come to, reach, to reach so far as)
- συνικνέομαι (to pertain to, interest)