ἐκπίμπλημι?
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration: ekpimplēmi
Principal Part:
ἐκπίμπλημι
ἐκπλήσω
Structure:
ἐκ
(Prefix)
+
πίμπλα
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up, to fill, full of
- to satiate
- to fulfil, paid the full penalty of
- to accomplish, complete
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- βοὴ δὲ καὶ κωκυτὸς ἦν ἀνὰ πτόλιν νέων γερόντων, ἱερά τ ἐξεπίμπλασαν φόβῳ. (Euripides, Suppliants, episode 1:25)
- πρῶτα μὲν δὴ ἐπὶ τῶν πεζῶν ἡμίσεας τοὺς ψιλούς φαμεν χρῆναι ἔχειν, εἰ σύμμετροι ἔσονται πρὸς τὸ ἔργον, καὶ τοὺς λόχους αὐτῶν οὐχὶ ἑκκαίδεκα ἀνδρῶν χρὴ εἶναι ἀλλ᾿ ὀκτώ, ὥστε τοὺς χιλίους καὶ τέσσαρας καὶ εἴκοσι λόχους τὸν ἥμισυν ἀριθμὸν ἐκπιμπλάναι τῆς πεζικῆς φάλαγγος, καὶ εἶναι ἀνδρῶν ὀκτακισχιλίων καὶ ἑκατὸν καὶ δυοῖν ἐπὶ τοῖς ἐνενήκοντα. (Arrian, chapter 14 2:1)
- - ὡς δ εἴδομεν δίπαλτα πολεμίων ξίφη, φυγῇ λεπαίας ἐξεπίμπλαμεν νάπας. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode 4:14)
- ἄλλοι δὲ τοίχους δεξιοὺς λαιούς τ ἴσοι ἀνὴρ παρ ἄνδρ ἕζονθ, ὑφ εἵμασι ξίφη λαθραῖ ἔχοντες, ῥόθιά τ ἐξεπίμπλατο βοῆς κελευστοῦ φθέγμαθ ὡς ἠκούσαμεν. (Euripides, Helen, episode 3:2)
- κοὐδεὶς ὑπέστη, πεδία δ ἐξεπίμπλασαν φεύγοντες, ἔρρει δ αἷμα μυρίων νεκρῶν λόγχαις πιτνόντων. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 8:7)
Synonyms
-
to fill up
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἀναπίμπλημι (having filled up the full measure)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- βρύω ( to be full of)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)
-
to satiate
-
to accomplish