Ancient Greek-English Dictionary Language

διαλφιτόω

ο-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: διαλφιτόω διαλφιτώσω

Structure: διαλφιτό (Stem) + ω (Ending)

Etym.: a)/lfiton

Sense

  1. to fill full of barley meal

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλφίτω διαλφίτοις διαλφίτοι
Dual διαλφίτουτον διαλφίτουτον
Plural διαλφίτουμεν διαλφίτουτε διαλφίτουσιν*
SubjunctiveSingular διαλφίτω διαλφίτοις διαλφίτοι
Dual διαλφίτωτον διαλφίτωτον
Plural διαλφίτωμεν διαλφίτωτε διαλφίτωσιν*
OptativeSingular διαλφίτοιμι διαλφίτοις διαλφίτοι
Dual διαλφίτοιτον διαλφιτοίτην
Plural διαλφίτοιμεν διαλφίτοιτε διαλφίτοιεν
ImperativeSingular διαλφῖτου διαλφιτοῦτω
Dual διαλφίτουτον διαλφιτοῦτων
Plural διαλφίτουτε διαλφιτοῦντων, διαλφιτοῦτωσαν
Infinitive διαλφίτουν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλφιτων διαλφιτουντος διαλφιτουσα διαλφιτουσης διαλφιτουν διαλφιτουντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλφίτουμαι διαλφίτοι διαλφίτουται
Dual διαλφίτουσθον διαλφίτουσθον
Plural διαλφιτοῦμεθα διαλφίτουσθε διαλφίτουνται
SubjunctiveSingular διαλφίτωμαι διαλφίτοι διαλφίτωται
Dual διαλφίτωσθον διαλφίτωσθον
Plural διαλφιτώμεθα διαλφίτωσθε διαλφίτωνται
OptativeSingular διαλφιτοίμην διαλφίτοιο διαλφίτοιτο
Dual διαλφίτοισθον διαλφιτοίσθην
Plural διαλφιτοίμεθα διαλφίτοισθε διαλφίτοιντο
ImperativeSingular διαλφίτου διαλφιτοῦσθω
Dual διαλφίτουσθον διαλφιτοῦσθων
Plural διαλφίτουσθε διαλφιτοῦσθων, διαλφιτοῦσθωσαν
Infinitive διαλφίτουσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλφιτουμενος διαλφιτουμενου διαλφιτουμενη διαλφιτουμενης διαλφιτουμενον διαλφιτουμενου

Future tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλφιτώσω διαλφιτώσεις διαλφιτώσει
Dual διαλφιτώσετον διαλφιτώσετον
Plural διαλφιτώσομεν διαλφιτώσετε διαλφιτώσουσιν*
OptativeSingular διαλφιτώσοιμι διαλφιτώσοις διαλφιτώσοι
Dual διαλφιτώσοιτον διαλφιτωσοίτην
Plural διαλφιτώσοιμεν διαλφιτώσοιτε διαλφιτώσοιεν
Infinitive διαλφιτώσειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλφιτωσων διαλφιτωσοντος διαλφιτωσουσα διαλφιτωσουσης διαλφιτωσον διαλφιτωσοντος
Middle
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαλφιτώσομαι διαλφιτώσει, διαλφιτώσῃ διαλφιτώσεται
Dual διαλφιτώσεσθον διαλφιτώσεσθον
Plural διαλφιτωσόμεθα διαλφιτώσεσθε διαλφιτώσονται
OptativeSingular διαλφιτωσοίμην διαλφιτώσοιο διαλφιτώσοιτο
Dual διαλφιτώσοισθον διαλφιτωσοίσθην
Plural διαλφιτωσοίμεθα διαλφιτώσοισθε διαλφιτώσοιντο
Infinitive διαλφιτώσεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαλφιτωσομενος διαλφιτωσομενου διαλφιτωσομενη διαλφιτωσομενης διαλφιτωσομενον διαλφιτωσομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Synonyms

  1. to fill full of barley meal

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION