ἀποπίμπλημι?
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration: apopimplēmi
Principal Part:
ἀποπίμπλημι
Structure:
ἀπο
(Prefix)
+
πίμπλα
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up
- to satisfy, fulfil
- to satisfy, appease
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἀλλὰ τοῦτ ἐστὶν τὸ κατὰ φύσιν καλὸν καὶ δίκαιον, ὃ ἐγώ σοι νῦν παρρησιαζόμενος λέγω, ὅτι δεῖ τὸν ὀρθῶς βιωσόμενον τὰς μὲν ἐπιθυμίας τὰς ἑαυτοῦ ἐᾶν ὡς μεγίστας εἶναι καὶ μὴ κολάζειν, ταύταις δὲ ὡς μεγίσταις οὔσαις ἱκανὸν εἶναι ὑπηρετεῖν δι ἀνδρείαν καὶ φρόνησιν, καὶ ἀποπιμπλάναι ὧν ἂν ἀεὶ ἡ ἐπιθυμία γίγνηται. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 272:6)
- εἰ ἔστιν γε, ὦ Καλλίκλεις, ἣν πρότερον σὺ ἔλεγες ἀρετήν, ἀληθής, τὸ τὰς ἐπιθυμίας ἀποπιμπλάναι καὶ τὰς αὑτοῦ καὶ τὰς τῶν ἄλλων: (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 342:3)
- οὐκοῦν καὶ τὰς ἐπιθυμίας ἀποπιμπλάναι, οἱο῀ν πεινῶντα φαγεῖν ὅσον βούλεται ἢ διψῶντα πιεῖν, ὑγιαίνοντα μὲν ἐῶσιν οἱ ἰατροὶ ὡς τὰ πολλά, κάμνοντα δὲ ὡς ἔπος εἰπεῖν οὐδέποτ ἐῶσιν ἐμπίμπλασθαι ὧν ἐπιθυμεῖ· (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 352:6)
- ἱκανῶς γάρ μέ φασι πεπύσθαι ἀκηκοέναι καὶ ἐπιχειροῦσιν, βουλόμενοι ἀποπιμπλάναι με, ἄλλος ἄλλα ἤδη λέγειν, καὶ οὐκέτι συμφωνοῦσιν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 181:1)
- τὰς περὶ τὸν ὕπνον, ἦν δ ἐγώ, ἐγειρομένας, ὅταν τὸ μὲν ἄλλο τῆς ψυχῆς εὕδῃ, ὅσον λογιστικὸν καὶ ἥμερον καὶ ἄρχον ἐκείνου, τὸ δὲ θηριῶδές τε καὶ ἄγριον, ἢ σίτων ἢ μέθης πλησθέν, σκιρτᾷ τε καὶ ἀπωσάμενον τὸν ὕπνον ζητῇ ἰέναι καὶ ἀποπιμπλάναι τὰ αὑτοῦ ἤθη: (Plato, Republic, book 9 13:1)
Synonyms
-
to fill up
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναπίμπλημι (to fill full of)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
to satisfy
-
to satisfy