δυνατός
First/Second declension Adjective;
Transliteration:
Principal Part:
δυνατός
δυνατή
δυνατόν
Structure:
δυνατ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- strong, mighty
- (with infinitive) to be able to do
- (of outward power) powerful, influential
- able to produce
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ γὰρ τοῦ εἰκότοσ ἄριστοσ ὁ ἀνὴρ εἰκαστὴσ καὶ τοῦ παραδείγματοσ, πῇ τε ὅμοιον εἶναι πέφυκε καὶ πῇ διαφέρον, ἀκριβέστατοσ κριτὴσ τά τε σημεῖα διελεῖν τὰ παρεπόμενα τοῖσ πράγμασι καὶ εἰσ τεκμηρίων δόξαν ἀγαγεῖν δυνατώτατοσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 193)
- χειμῶνοσ δὲ ὄντοσ ἤδη τῆσ γῆσ ἐχόμενοσ ταῖσ ναυσὶ καὶ παρὰ τὴν Λιβύην εἰσ χωρίον ἔρημον κομισθείσ, ὃ καλοῦσι Μενελάου λιμένα, θνήσκει, βιώσασ μὲν ὀγδοήκοντα καὶ τέσσαρα ἔτη, βασιλεύσασ δὲ τῆσ Σπάρτησ ἑνὶ τῶν τεσσαράκοντα πλέον, καὶ τούτων ὑπὲρ τριάκοντα πάντων μέγιστοσ καὶ δυνατώτατοσ γενόμενοσ καὶ σχεδὸν ὅλησ τῆσ Ἑλλάδοσ ἡγεμὼν καὶ βασιλεὺσ νομισθεὶσ ἄχρι τῆσ ἐν Λεύκτροισ μάχησ. (Plutarch, Agesilaus, chapter 40 2:1)
- καὶ ὅτι μὲν δυνατὸσ ἦν εἰπεῖν, οἵ τε κωμικοὶ μαρτυροῦσι καὶ τῶν ῥητόρων ὁ δυνατώτατοσ ἐν τῷ κατὰ Μειδίου, λέγων τὸν Ἀλκιβιάδην καὶ δεινότατον εἰπεῖν γενέσθαι πρὸσ τοῖσ ἄλλοισ. (Plutarch, , chapter 10 2:2)
- "ἀφθονίασ δὲ παραδειγμάτων οὔσησ πρὸσ γ’ ὑμᾶσ τοὺσ ὁμοχόρουσ τοῦ θεοῦ καὶ θιασώτασ, ὅμωσ τὸ περὶ Κάμμαν οὐκ ἄξιόν ἐστι τὴν Γαλατικὴν παρελθεῖν, ταύτησ γὰρ ἐκπρεπεστάτησ τὴν ὄψιν γενομένησ, Σινάτῳ δὲ τῷ τετράρχῃ γαμηθείσησ, Σινάτῳ ἐρασθεὶσ δυνατώτατοσ Γαλατῶν ἀπέκτεινε τὸν Σινάτον, ὡσ οὔτε βιάσασθαι δυνάμενοσ οὔτε πεῖσαι τὴν ἄνθρωπον, ἐκείνου ζῶντοσ. (Plutarch, Amatorius, section 22 1:1)
- τῶν δὲ Νείλεω παίδων ὁ δυνατώτατοσ ὄνομα Φρύγιοσ τῆσ Πιερίασ ἐρασθεὶσ ἐνενόει τί ἂν αὐτῇ μάλιστα γένοιτο παρ’ αὐτοῦ κεχαρισμένον. (Plutarch, Mulierum virtutes, 1:1)
Synonyms
-
strong
- ἀλκαῖος (strong, mighty)
- βαρύς (strong, mighty)
- ἰσχυρός (strong, mighty)
- σθεναρός (strong, mighty)
- ῥωμαλέος (mighty, strong)
- κρατύς (strong, mighty)
- ὑπερμενής (exceeding mighty, exceeding strong)
- κρατερός (strong, stout, mighty)
- κρατερός (strong, mighty, cruel)
- κραταιός (strong, mighty, resistless)
- ὄβριμος (strong, mighty, mightily)
- ζαμενής (very strong, mighty, raging)
- καρτερόθυμος (stout-hearted, strong, mighty)
- ἐπαλκής (strong)
- καρτερός (strong)
- κρατερός (strong, vehement, mighty)
-
to be able to do
-
able to produce