Ancient Greek-English Dictionary Language

δυνατός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δυνατός δυνατή δυνατόν

Structure: δυνατ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: du/namai

Sense

  1. strong, mighty
  2. (with infinitive) to be able to do
  3. (of outward power) powerful, influential
  4. able to produce

Examples

  • χειμάρρουσ Κισῶν ἐξέσυρεν αὐτούσ, χειμάρρουσ ἀρχαίων, χειμάρρουσ Κισῶν. καταπατήσει αὐτὸν ψυχή μου δυνατή. (Septuagint, Liber Iudicum 5:21)
  • δυνατὴ ἡμέρα ὀργῆσ ἡ ἡμέρα ἐκείνη, ἡμέρα θλίψεωσ καὶ ἀνάγκησ, ἡμέρα ἀωρίασ καὶ ἀφανισμοῦ, ἡμέρα γνόφου καὶ σκότουσ, ἡμέρα νεφέλησ καὶ ὁμίχλησ, (Septuagint, Prophetia Sophoniae 1:15)
  • ἐγὼ δὲ τί δυνατὴ βοηθῆσαι ὑμῖν̣ (Septuagint, Liber Baruch 4:17)
  • σὺ γοῦν μοι τἀληθέσ, ὦ Ἑρμῆ, ἂν εἴποισ μόνοσ, ἅτε συνὼν αὐτοῖσ τὰ πολλὰ καὶ συνδιατρίβων ἒν τε γυμνασίοισ καὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ‐ καὶ ἀγοραῖοσ γὰρ εἶ καὶ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ κηρύττεισ ‐ ὁποῖοι γεγένηνται καὶ εἰ δυνατή μοι παρ’ αὐτοῖσ ἡ μονή. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 8:7)
  • ἐπεὶ τοίνυν τὰσ διαιρέσεισ εἰρήκαμεν, μετὰ τοῦτο πάλιν νοητέον ἡμῖν, ἡ σατραπεία, περὶ ἣν ἂν πραγματευώμεθα, ἢ πόλισ, πότερον ἃ πάντα ἄρτι διειλόμεθα ἢ τὰ μέγιστα τούτων εἰ δυνατὴ φέρειν ἐστί, . (Aristotle, Economics, Book 2 15:1)

Synonyms

  1. strong

  2. to be able to do

  3. able to produce

Related

Derived

Similar forms

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION