헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἕρπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἕρπω ἕρψω ἧρψα

형태분석: έ̔ρπ (어간) + ω (인칭어미)

어원: attic aor1 ei(/rpusa, inf. e(rpu/sai supplied by e(rpu/zw

  1. 걷다, 걸어가다, 기어가다, 넘어가다, 산책하다
  2. 일어나다, 오다, 발생하다
  1. to move slowly, walk; crawl, slink
  2. (Doric) I go or come
  3. (of things, events, etc.) to come, happen

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔ρπω

(나는) 걷는다

έ̔ρπεις

(너는) 걷는다

έ̔ρπει

(그는) 걷는다

쌍수 έ̔ρπετον

(너희 둘은) 걷는다

έ̔ρπετον

(그 둘은) 걷는다

복수 έ̔ρπομεν

(우리는) 걷는다

έ̔ρπετε

(너희는) 걷는다

έ̔ρπουσιν*

(그들은) 걷는다

접속법단수 έ̔ρπω

(나는) 걷자

έ̔ρπῃς

(너는) 걷자

έ̔ρπῃ

(그는) 걷자

쌍수 έ̔ρπητον

(너희 둘은) 걷자

έ̔ρπητον

(그 둘은) 걷자

복수 έ̔ρπωμεν

(우리는) 걷자

έ̔ρπητε

(너희는) 걷자

έ̔ρπωσιν*

(그들은) 걷자

기원법단수 έ̔ρποιμι

(나는) 걷기를 (바라다)

έ̔ρποις

(너는) 걷기를 (바라다)

έ̔ρποι

(그는) 걷기를 (바라다)

쌍수 έ̔ρποιτον

(너희 둘은) 걷기를 (바라다)

ἑρποίτην

(그 둘은) 걷기를 (바라다)

복수 έ̔ρποιμεν

(우리는) 걷기를 (바라다)

έ̔ρποιτε

(너희는) 걷기를 (바라다)

έ̔ρποιεν

(그들은) 걷기를 (바라다)

명령법단수 έ̔ρπε

(너는) 걸어라

ἑρπέτω

(그는) 걸어라

쌍수 έ̔ρπετον

(너희 둘은) 걸어라

ἑρπέτων

(그 둘은) 걸어라

복수 έ̔ρπετε

(너희는) 걸어라

ἑρπόντων, ἑρπέτωσαν

(그들은) 걸어라

부정사 έ̔ρπειν

걷는 것

분사 남성여성중성
ἑρπων

ἑρποντος

ἑρπουσα

ἑρπουσης

ἑρπον

ἑρποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔ρπομαι

έ̔ρπει, έ̔ρπῃ

έ̔ρπεται

쌍수 έ̔ρπεσθον

έ̔ρπεσθον

복수 ἑρπόμεθα

έ̔ρπεσθε

έ̔ρπονται

접속법단수 έ̔ρπωμαι

έ̔ρπῃ

έ̔ρπηται

쌍수 έ̔ρπησθον

έ̔ρπησθον

복수 ἑρπώμεθα

έ̔ρπησθε

έ̔ρπωνται

기원법단수 ἑρποίμην

έ̔ρποιο

έ̔ρποιτο

쌍수 έ̔ρποισθον

ἑρποίσθην

복수 ἑρποίμεθα

έ̔ρποισθε

έ̔ρποιντο

명령법단수 έ̔ρπου

ἑρπέσθω

쌍수 έ̔ρπεσθον

ἑρπέσθων

복수 έ̔ρπεσθε

ἑρπέσθων, ἑρπέσθωσαν

부정사 έ̔ρπεσθαι

분사 남성여성중성
ἑρπομενος

ἑρπομενου

ἑρπομενη

ἑρπομενης

ἑρπομενον

ἑρπομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔ρψω

(나는) 걷겠다

έ̔ρψεις

(너는) 걷겠다

έ̔ρψει

(그는) 걷겠다

쌍수 έ̔ρψετον

(너희 둘은) 걷겠다

έ̔ρψετον

(그 둘은) 걷겠다

복수 έ̔ρψομεν

(우리는) 걷겠다

έ̔ρψετε

(너희는) 걷겠다

έ̔ρψουσιν*

(그들은) 걷겠다

기원법단수 έ̔ρψοιμι

(나는) 걷겠기를 (바라다)

έ̔ρψοις

(너는) 걷겠기를 (바라다)

έ̔ρψοι

(그는) 걷겠기를 (바라다)

쌍수 έ̔ρψοιτον

(너희 둘은) 걷겠기를 (바라다)

ἑρψοίτην

(그 둘은) 걷겠기를 (바라다)

복수 έ̔ρψοιμεν

(우리는) 걷겠기를 (바라다)

έ̔ρψοιτε

(너희는) 걷겠기를 (바라다)

έ̔ρψοιεν

(그들은) 걷겠기를 (바라다)

부정사 έ̔ρψειν

걸을 것

분사 남성여성중성
ἑρψων

ἑρψοντος

ἑρψουσα

ἑρψουσης

ἑρψον

ἑρψοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̔ρψομαι

έ̔ρψει, έ̔ρψῃ

έ̔ρψεται

쌍수 έ̔ρψεσθον

έ̔ρψεσθον

복수 ἑρψόμεθα

έ̔ρψεσθε

έ̔ρψονται

기원법단수 ἑρψοίμην

έ̔ρψοιο

έ̔ρψοιτο

쌍수 έ̔ρψοισθον

ἑρψοίσθην

복수 ἑρψοίμεθα

έ̔ρψοισθε

έ̔ρψοιντο

부정사 έ̔ρψεσθαι

분사 남성여성중성
ἑρψομενος

ἑρψομενου

ἑρψομενη

ἑρψομενης

ἑρψομενον

ἑρψομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ῆ̔ρπον

(나는) 걷고 있었다

ῆ̔ρπες

(너는) 걷고 있었다

ῆ̔ρπεν*

(그는) 걷고 있었다

쌍수 ή̔ρπετον

(너희 둘은) 걷고 있었다

ἡρπέτην

(그 둘은) 걷고 있었다

복수 ή̔ρπομεν

(우리는) 걷고 있었다

ή̔ρπετε

(너희는) 걷고 있었다

ῆ̔ρπον

(그들은) 걷고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρπόμην

ή̔ρπου

ή̔ρπετο

쌍수 ή̔ρπεσθον

ἡρπέσθην

복수 ἡρπόμεθα

ή̔ρπεσθε

ή̔ρποντο

단순 과거(Aorist) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρπύσαα

(나는) 걸었다

ἡρπύσαας

(너는) 걸었다

ἡρπῦσᾱν*

(그는) 걸었다

쌍수 ἡρπυσάατον

(너희 둘은) 걸었다

ἡρπυσαάτην

(그 둘은) 걸었다

복수 ἡρπυσάαμεν

(우리는) 걸었다

ἡρπυσάατε

(너희는) 걸었다

ἡρπύσααν

(그들은) 걸었다

접속법단수 ἑρπύσω

(나는) 걸었자

ἑρπύσῃς

(너는) 걸었자

ἑρπύσῃ

(그는) 걸었자

쌍수 ἑρπύσητον

(너희 둘은) 걸었자

ἑρπύσητον

(그 둘은) 걸었자

복수 ἑρπύσωμεν

(우리는) 걸었자

ἑρπύσητε

(너희는) 걸었자

ἑρπύσωσιν*

(그들은) 걸었자

기원법단수 ἑρπυσάαιμι

(나는) 걸었기를 (바라다)

ἑρπυσάαις

(너는) 걸었기를 (바라다)

ἑρπυσάαι

(그는) 걸었기를 (바라다)

쌍수 ἑρπυσάαιτον

(너희 둘은) 걸었기를 (바라다)

ἑρπυσααίτην

(그 둘은) 걸었기를 (바라다)

복수 ἑρπυσάαιμεν

(우리는) 걸었기를 (바라다)

ἑρπυσάαιτε

(너희는) 걸었기를 (바라다)

ἑρπυσάαιεν

(그들은) 걸었기를 (바라다)

명령법단수 ἑρπῦσων

(너는) 걸었어라

ἑρπυσαάτω

(그는) 걸었어라

쌍수 ἑρπυσάατον

(너희 둘은) 걸었어라

ἑρπυσαάτων

(그 둘은) 걸었어라

복수 ἑρπυσάατε

(너희는) 걸었어라

ἑρπυσαάντων

(그들은) 걸었어라

부정사 ἑρπυσάαι

걸었는 것

분사 남성여성중성
ἑρπυσαᾱς

ἑρπυσααντος

ἑρπυσαᾱσα

ἑρπυσαᾱσης

ἑρπυσααν

ἑρπυσααντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡρπυσαάμην

ἡρπύσω

ἡρπυσάατο

쌍수 ἡρπυσάασθον

ἡρπυσαάσθην

복수 ἡρπυσαάμεθα

ἡρπυσάασθε

ἡρπυσάαντο

접속법단수 ἑρπύσωμαι

ἑρπύσῃ

ἑρπύσηται

쌍수 ἑρπύσησθον

ἑρπύσησθον

복수 ἑρπυσώμεθα

ἑρπύσησθε

ἑρπύσωνται

기원법단수 ἑρπυσααίμην

ἑρπυσάαιο

ἑρπυσάαιτο

쌍수 ἑρπυσάαισθον

ἑρπυσααίσθην

복수 ἑρπυσααίμεθα

ἑρπυσάαισθε

ἑρπυσάαιντο

명령법단수 ἑρπύσααι

ἑρπυσαάσθω

쌍수 ἑρπυσάασθον

ἑρπυσαάσθων

복수 ἑρπυσάασθε

ἑρπυσαάσθων

부정사 ἑρπύσᾱσθαι

분사 남성여성중성
ἑρπυσααμενος

ἑρπυσααμενου

ἑρπυσααμενη

ἑρπυσααμενης

ἑρπυσααμενον

ἑρπυσααμενου

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἑρ́πω πᾶσ κατ’ ἴχνοσ αὐτῶν. (Euripides, Rhesus, episode, trochees22)

    (에우리피데스, Rhesus, episode, trochees22)

  • ἑρ́πω δ’ ὀλισθράζων τε καὶ κατὰ σκότοσ ἔρημοσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 28 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 28 2:3)

  • ἆρα δυστυχεστάτην κέλευθον ἑρ́πω τῶν παρελθουσῶν ὁδῶν; (Sophocles, Antigone, episode 1:13)

    (소포클레스, Antigone, episode 1:13)

  • ἀλλ’ εὖ γέ τοι τόδ’ ἴστε, κἂν τὸ μηδὲν ὦ κἂν μηδὲν ἑρ́πω, τήν γε δράσασαν τάδε χειρώσομαι κἀκ τῶνδε· (Sophocles, Trachiniae, episode 1:10)

    (소포클레스, 트라키니아이, episode 1:10)

  • ἐγὼ μὲν ἑρ́πω πρὸσ πολυστεφῆ μυχόν· (Aeschylus, Eumenides, episode 4:1)

    (아이스킬로스, 에우메니데스, episode 4:1)

유의어

  1. I go or come

  2. 일어나다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION