τρέπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τρέπω
Structure:
τρέπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐ γὰρ ἀπὸ πάσησ εὐθυμίασ καὶ πληρώσεωσ τὸ καυχᾶσθαι καὶ σκώπτειν καὶ γελοιάζειν, ἀπὸ δὲ τῆσ ἀλλοιούσησ τὴν γνώμην καὶ πρὸσ τὸ ψευδὲσ τρεπούσησ, ἣ γίνεται κατὰ τὴν μέθην. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 9 3:1)
- "ἐκεῖ μὲν γὰρ ἡ κακία τῆσ ψυχῆσ τρεπομένησ ὑπὸ τῶν παθῶν καὶ τρεπούσησ τὸ σῶμα τὰσ χρόασ ἀναδίδωσιν, ἐνταῦθα δὲ καθαρμοῦ καὶ κολάσεωσ πέρασ ἐστί, τούτων ἐκλεανθέντων, παντάπασι τὴν ψυχὴν αὐγοειδῆ καὶ σύγχρουν γενέσθαι. (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 32:4)
- κελεύσαντοσ δὲ τοῦ Καίσαροσ αὐτὴν κατακλιθῆναι καὶ πλησίον αὐτοῦ καθίσαντοσ, ἥψατο μέν τινοσ δικαιολογίασ εἰσ ἀνάγκην καὶ φόβον Ἀντωνίου τὰ πεπραγμένα τρεπούσησ, ἐνισταμένου δὲ πρὸσ ἕκαστον αὐτῇ τοῦ Καίσαροσ ἐξελεγχομένη ταχὺ πρὸσ οἶκτον μεθηρμόσατο καὶ δέησιν, ὡσ δή τισ ἂν μάλιστα τοῦ ζῆν περιεχομένη. (Plutarch, Antony, chapter 83 2:2)
Derived
- ἀνατρέπω (to turn up or over, overturn, upset)
- ἀποτρέπω (to turn, away from, to turn away)
- διατρέπω (to turn away from, to be turned from one's purpose, to be perplexed)
- ἐκτρέπω (to turn out of the course, to turn aside, to turn aside from)
- ἐντρέπω (to turn about, to alter, to turn about)
- ἐπιτρέπω (to turn towards, inclined itself, to turn over to)
- μετατρέπομαι (to turn oneself round, turn round, to look back to)
- παρατρέπω (to turn aside, to turn, from)
- περιτρέπω (to turn and bring round, to overturn, upset)
- προστρέπω (to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate)
- προτρέπω (to urge forwards, to turn in headlong flight, to give oneself up)