Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀποκάμπτω

Non-contract Verb; Transliteration:

Principal Part: ἀποκάμπτω

Structure: ἀπο (Prefix) + κάμπτ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to turn off or aside

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκάμπτω ἀποκάμπτεις ἀποκάμπτει
Dual ἀποκάμπτετον ἀποκάμπτετον
Plural ἀποκάμπτομεν ἀποκάμπτετε ἀποκάμπτουσιν*
SubjunctiveSingular ἀποκάμπτω ἀποκάμπτῃς ἀποκάμπτῃ
Dual ἀποκάμπτητον ἀποκάμπτητον
Plural ἀποκάμπτωμεν ἀποκάμπτητε ἀποκάμπτωσιν*
OptativeSingular ἀποκάμπτοιμι ἀποκάμπτοις ἀποκάμπτοι
Dual ἀποκάμπτοιτον ἀποκαμπτοίτην
Plural ἀποκάμπτοιμεν ἀποκάμπτοιτε ἀποκάμπτοιεν
ImperativeSingular ἀποκάμπτε ἀποκαμπτέτω
Dual ἀποκάμπτετον ἀποκαμπτέτων
Plural ἀποκάμπτετε ἀποκαμπτόντων, ἀποκαμπτέτωσαν
Infinitive ἀποκάμπτειν
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκαμπτων ἀποκαμπτοντος ἀποκαμπτουσα ἀποκαμπτουσης ἀποκαμπτον ἀποκαμπτοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular ἀποκάμπτομαι ἀποκάμπτει, ἀποκάμπτῃ ἀποκάμπτεται
Dual ἀποκάμπτεσθον ἀποκάμπτεσθον
Plural ἀποκαμπτόμεθα ἀποκάμπτεσθε ἀποκάμπτονται
SubjunctiveSingular ἀποκάμπτωμαι ἀποκάμπτῃ ἀποκάμπτηται
Dual ἀποκάμπτησθον ἀποκάμπτησθον
Plural ἀποκαμπτώμεθα ἀποκάμπτησθε ἀποκάμπτωνται
OptativeSingular ἀποκαμπτοίμην ἀποκάμπτοιο ἀποκάμπτοιτο
Dual ἀποκάμπτοισθον ἀποκαμπτοίσθην
Plural ἀποκαμπτοίμεθα ἀποκάμπτοισθε ἀποκάμπτοιντο
ImperativeSingular ἀποκάμπτου ἀποκαμπτέσθω
Dual ἀποκάμπτεσθον ἀποκαμπτέσθων
Plural ἀποκάμπτεσθε ἀποκαμπτέσθων, ἀποκαμπτέσθωσαν
Infinitive ἀποκάμπτεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
ἀποκαμπτομενος ἀποκαμπτομενου ἀποκαμπτομενη ἀποκαμπτομενης ἀποκαμπτομενον ἀποκαμπτομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • ἥδιον μὲν γὰρ οὕτωσ ἂν στρέφοιτο ὁ ἵπποσ ἤδη πλήρησ ὢν τοῦ εὐθέοσ, καὶ τό τε ὀρθοδρομεῖν καὶ τὸ ἀποκάμπτειν ἅμα μελετῴη ἄν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 7 17:2)

Synonyms

  1. to turn off or aside

Derived

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION