Ancient Greek-English Dictionary Language

στροφαλίζω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: στροφαλίζω

Structure: στροφαλίζ (Stem) + ω (Ending)

Etym.: Frequent. of stre/fw

Sense

  1. to turn

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στροφαλίζω στροφαλίζεις στροφαλίζει
Dual στροφαλίζετον στροφαλίζετον
Plural στροφαλίζομεν στροφαλίζετε στροφαλίζουσιν*
SubjunctiveSingular στροφαλίζω στροφαλίζῃς στροφαλίζῃ
Dual στροφαλίζητον στροφαλίζητον
Plural στροφαλίζωμεν στροφαλίζητε στροφαλίζωσιν*
OptativeSingular στροφαλίζοιμι στροφαλίζοις στροφαλίζοι
Dual στροφαλίζοιτον στροφαλιζοίτην
Plural στροφαλίζοιμεν στροφαλίζοιτε στροφαλίζοιεν
ImperativeSingular στροφάλιζε στροφαλιζέτω
Dual στροφαλίζετον στροφαλιζέτων
Plural στροφαλίζετε στροφαλιζόντων, στροφαλιζέτωσαν
Infinitive στροφαλίζειν
Participle MasculineFeminineNeuter
στροφαλιζων στροφαλιζοντος στροφαλιζουσα στροφαλιζουσης στροφαλιζον στροφαλιζοντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular στροφαλίζομαι στροφαλίζει, στροφαλίζῃ στροφαλίζεται
Dual στροφαλίζεσθον στροφαλίζεσθον
Plural στροφαλιζόμεθα στροφαλίζεσθε στροφαλίζονται
SubjunctiveSingular στροφαλίζωμαι στροφαλίζῃ στροφαλίζηται
Dual στροφαλίζησθον στροφαλίζησθον
Plural στροφαλιζώμεθα στροφαλίζησθε στροφαλίζωνται
OptativeSingular στροφαλιζοίμην στροφαλίζοιο στροφαλίζοιτο
Dual στροφαλίζοισθον στροφαλιζοίσθην
Plural στροφαλιζοίμεθα στροφαλίζοισθε στροφαλίζοιντο
ImperativeSingular στροφαλίζου στροφαλιζέσθω
Dual στροφαλίζεσθον στροφαλιζέσθων
Plural στροφαλίζεσθε στροφαλιζέσθων, στροφαλιζέσθωσαν
Infinitive στροφαλίζεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
στροφαλιζομενος στροφαλιζομενου στροφαλιζομενη στροφαλιζομενης στροφαλιζομενον στροφαλιζομενου

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • τῇ δὲ παρ’ ἠλάκατα στροφαλίζετε, τέρπετε δ’ αὐτὴν ἥμεναι ἐν μεγάρῳ, ἢ εἴρια πείκετε χερσίν· (Homer, Odyssey, Book 18 50:2)

Synonyms

  1. to turn

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION