Ancient Greek-English Dictionary Language

χειρουργός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: χειρουργός χειρουργόν

Structure: χειρουργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. doing by hand
  2. a chirurgeon, surgeon

Examples

  • καὶ τῶν πολιτευομένων οἱ στρατηγοῦντεσ τοῖσ δημαγωγοῦσιν οὐ πάνυ φθονοῦσιν, οὐδέ γε τῶν ῥητόρων οἱ δικολόγοι τοῖσ σοφιστεύουσιν οὐδὲ τῶν ἰατρῶν οἱ περὶ δίαιταν τοῖσ χειρουργοῖσ, ἀλλὰ καὶ συμπαραλαμβάνουσι καὶ συνεπιμαρτυροῦσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 15 4:2)
  • καὶ τῶν πολιτευομένων οἱ στρατηγοῦντεσ τοῖσ δημαγωγοῦσιν οὐ πάνυ φθονοῦσιν, οὐδέ γε τῶν ῥητόρων οἱ δικολόγοι τοῖσ σοφιστεύουσιν οὐδὲ τῶν ἰατρῶν οἱ περὶ δίαιταν τοῖσ χειρουργοῖσ ἀλλὰ καὶ συμπαραλαμβάνουσι καὶ συνεπιμαρτυροῦσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 15 9:3)
  • καὶ τῶν πονηρῶν οὔτε μέγασ οὐδεὶσ οὕτωσ οὔτε μικρὸσ γέγονεν, ὥστ’ ἢ λαθὼν διαφυγεῖν ἢ βιασάμενοσ ἄλλῃ δ’ ἄλλη τιμωρία τριῶν οὐσῶν φύλακι καὶ χειρουργῷ προσήκει· (Plutarch, De sera numinis vindicta, section 22 26:1)
  • χειρουργῶν ἔσφαξεν Ἀκεστορίδην Ἀγέλαοσ· (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 1211)
  • βέλτερον Ἡγέμονοσ λῃστοκτόνου ἐσ κρίσιν ἐλθεῖν, ἢ τοῦ χειρουργοῦ Γενναδίου παλάμασ. (Unknown, Greek Anthology, Volume IV, book 11, chapter 2801)

Synonyms

  1. doing by hand

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION