헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

τρέπω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: τρέπω

형태분석: τρέπ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 돌다, 비틀다
  1. I turn.

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρέπω

(나는) 돈다

τρέπεις

(너는) 돈다

τρέπει

(그는) 돈다

쌍수 τρέπετον

(너희 둘은) 돈다

τρέπετον

(그 둘은) 돈다

복수 τρέπομεν

(우리는) 돈다

τρέπετε

(너희는) 돈다

τρέπουσιν*

(그들은) 돈다

접속법단수 τρέπω

(나는) 돌자

τρέπῃς

(너는) 돌자

τρέπῃ

(그는) 돌자

쌍수 τρέπητον

(너희 둘은) 돌자

τρέπητον

(그 둘은) 돌자

복수 τρέπωμεν

(우리는) 돌자

τρέπητε

(너희는) 돌자

τρέπωσιν*

(그들은) 돌자

기원법단수 τρέποιμι

(나는) 돌기를 (바라다)

τρέποις

(너는) 돌기를 (바라다)

τρέποι

(그는) 돌기를 (바라다)

쌍수 τρέποιτον

(너희 둘은) 돌기를 (바라다)

τρεποίτην

(그 둘은) 돌기를 (바라다)

복수 τρέποιμεν

(우리는) 돌기를 (바라다)

τρέποιτε

(너희는) 돌기를 (바라다)

τρέποιεν

(그들은) 돌기를 (바라다)

명령법단수 τρέπε

(너는) 돌아라

τρεπέτω

(그는) 돌아라

쌍수 τρέπετον

(너희 둘은) 돌아라

τρεπέτων

(그 둘은) 돌아라

복수 τρέπετε

(너희는) 돌아라

τρεπόντων, τρεπέτωσαν

(그들은) 돌아라

부정사 τρέπειν

도는 것

분사 남성여성중성
τρεπων

τρεποντος

τρεπουσα

τρεπουσης

τρεπον

τρεποντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 τρέπομαι

(나는) 돌려진다

τρέπει, τρέπῃ

(너는) 돌려진다

τρέπεται

(그는) 돌려진다

쌍수 τρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려진다

τρέπεσθον

(그 둘은) 돌려진다

복수 τρεπόμεθα

(우리는) 돌려진다

τρέπεσθε

(너희는) 돌려진다

τρέπονται

(그들은) 돌려진다

접속법단수 τρέπωμαι

(나는) 돌려지자

τρέπῃ

(너는) 돌려지자

τρέπηται

(그는) 돌려지자

쌍수 τρέπησθον

(너희 둘은) 돌려지자

τρέπησθον

(그 둘은) 돌려지자

복수 τρεπώμεθα

(우리는) 돌려지자

τρέπησθε

(너희는) 돌려지자

τρέπωνται

(그들은) 돌려지자

기원법단수 τρεποίμην

(나는) 돌려지기를 (바라다)

τρέποιο

(너는) 돌려지기를 (바라다)

τρέποιτο

(그는) 돌려지기를 (바라다)

쌍수 τρέποισθον

(너희 둘은) 돌려지기를 (바라다)

τρεποίσθην

(그 둘은) 돌려지기를 (바라다)

복수 τρεποίμεθα

(우리는) 돌려지기를 (바라다)

τρέποισθε

(너희는) 돌려지기를 (바라다)

τρέποιντο

(그들은) 돌려지기를 (바라다)

명령법단수 τρέπου

(너는) 돌려져라

τρεπέσθω

(그는) 돌려져라

쌍수 τρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려져라

τρεπέσθων

(그 둘은) 돌려져라

복수 τρέπεσθε

(너희는) 돌려져라

τρεπέσθων, τρεπέσθωσαν

(그들은) 돌려져라

부정사 τρέπεσθαι

돌려지는 것

분사 남성여성중성
τρεπομενος

τρεπομενου

τρεπομενη

τρεπομενης

τρεπομενον

τρεπομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 έ̓τρεπον

(나는) 돌고 있었다

έ̓τρεπες

(너는) 돌고 있었다

έ̓τρεπεν*

(그는) 돌고 있었다

쌍수 ἐτρέπετον

(너희 둘은) 돌고 있었다

ἐτρεπέτην

(그 둘은) 돌고 있었다

복수 ἐτρέπομεν

(우리는) 돌고 있었다

ἐτρέπετε

(너희는) 돌고 있었다

έ̓τρεπον

(그들은) 돌고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐτρεπόμην

(나는) 돌려지고 있었다

ἐτρέπου

(너는) 돌려지고 있었다

ἐτρέπετο

(그는) 돌려지고 있었다

쌍수 ἐτρέπεσθον

(너희 둘은) 돌려지고 있었다

ἐτρεπέσθην

(그 둘은) 돌려지고 있었다

복수 ἐτρεπόμεθα

(우리는) 돌려지고 있었다

ἐτρέπεσθε

(너희는) 돌려지고 있었다

ἐτρέποντο

(그들은) 돌려지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἡ μῖξισ δὲ καὶ ἡ ἁρμογὴ τῶν σωμάτων, καθ̓ ὃ συνάπτεται καὶ συνδεῖται τῷ γυναικείῳ τὸ ἱππικόν, ἠρέμα καὶ οὐκ ἀθρόωσ μεταβαίνουσα καὶ ἐκ προσαγωγῆσ τρεπομένη λανθάνει τὴν ὄψιν ἐκ θατέρου εἰσ τὸ ἕτερον ὑπαγομένη. (Lucian, Zeuxis 11:4)

    (루키아노스, Zeuxis 11:4)

  • εὐθὺσ γὰρ ἑαυτὴν ἐξίστησι τῷ διπλασιασμῷ εἰσ τὸ πλῆθοσ τρεπομένη· (Plutarch, De garrulitate, section 10 2:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 10 2:2)

  • εὐθὺσ γὰρ ἑαυτὴν ἐξίστησι τῷ διπλασιασμῷ εἰσ τὸ πλῆθοσ τρεπομένη· (Plutarch, De garrulitate, section 10 4:2)

    (플루타르코스, De garrulitate, section 10 4:2)

  • Ἐρασίστρατον δὲ τὸν ἰατρὸν αἰσθέσθαι μὲν οὐ χαλεπῶσ ἐρῶντοσ αὐτοῦ, τὸ δὲ οὗτινοσ ἐρᾷ δυστόπαστον ὂν ἐξανευρεῖν βουλόμενον ἀεὶ μὲν ἐν τῷ δωματίῳ διημερεύειν, εἰ δέ τισ εἰσίοι τῶν ἐν ὡρ́ᾳ μειρακίων ἢ γυναικῶν, ἐγκαθορᾶν τε τῷ προσώπῳ τοῦ Ἀντιόχου καὶ τὰ συμπάσχειν μάλιστα τῇ ψυχῇ τρεπομένῃ πεφυκότα μέρη καὶ κινήματα τοῦ σώματοσ ἐπισκοπεῖν. (Plutarch, Demetrius, chapter 38 3:1)

    (플루타르코스, Demetrius, chapter 38 3:1)

  • τὸ περιττὸν οὖν εὐθὺσ ἀποτρίβεταί τε καὶ ὠθεῖ κάτω πρὸσ ἕτερον ἔργον αὐτὴ τρεπομένη, τὴν πρόσφυσιν. (Galen, On the Natural Faculties., G, section 1373)

    (갈레노스, On the Natural Faculties., G, section 1373)

유의어

  1. 돌다

관련어

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION