헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προβαίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προβαίνω προβέβηκα προβέβηκα

형태분석: προ (접두사) + βαίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 전진하다, 나아가다, 행군하다, 행진하다, 가다, 진전하다, 공격하다, 전진시키다
  2. 있다, 돌보다, 함께하다
  3. 전진하다, 나아가다, 증가시키다, 늘리다, 증가하다, 올리다, 행진하다
  4. 선행하다, 먼저 가다
  5. 위반하다, 초과하다
  6. 전진하다, 나아가다
  7. 전진하다, 나아가다, 내다
  1. to step on, step forward, advance, are far gone, is wearing fast, went on, advanced
  2. to be, gone
  3. to advance, proceed, kept making advances, kept extending, creep on, increase
  4. to go before, to be before or superior to, he was set over, ruled
  5. to overstep
  6. to advance
  7. to put forward, advance

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβαίνω

(나는) 전진하다

προβαίνεις

(너는) 전진하다

προβαίνει

(그는) 전진하다

쌍수 προβαίνετον

(너희 둘은) 전진하다

προβαίνετον

(그 둘은) 전진하다

복수 προβαίνομεν

(우리는) 전진하다

προβαίνετε

(너희는) 전진하다

προβαίνουσιν*

(그들은) 전진하다

접속법단수 προβαίνω

(나는) 전진하자

προβαίνῃς

(너는) 전진하자

προβαίνῃ

(그는) 전진하자

쌍수 προβαίνητον

(너희 둘은) 전진하자

προβαίνητον

(그 둘은) 전진하자

복수 προβαίνωμεν

(우리는) 전진하자

προβαίνητε

(너희는) 전진하자

προβαίνωσιν*

(그들은) 전진하자

기원법단수 προβαίνοιμι

(나는) 전진하기를 (바라다)

προβαίνοις

(너는) 전진하기를 (바라다)

προβαίνοι

(그는) 전진하기를 (바라다)

쌍수 προβαίνοιτον

(너희 둘은) 전진하기를 (바라다)

προβαινοίτην

(그 둘은) 전진하기를 (바라다)

복수 προβαίνοιμεν

(우리는) 전진하기를 (바라다)

προβαίνοιτε

(너희는) 전진하기를 (바라다)

προβαίνοιεν

(그들은) 전진하기를 (바라다)

명령법단수 προβαίνε

(너는) 전진해라

προβαινέτω

(그는) 전진해라

쌍수 προβαίνετον

(너희 둘은) 전진해라

προβαινέτων

(그 둘은) 전진해라

복수 προβαίνετε

(너희는) 전진해라

προβαινόντων, προβαινέτωσαν

(그들은) 전진해라

부정사 προβαίνειν

전진하는 것

분사 남성여성중성
προβαινων

προβαινοντος

προβαινουσα

προβαινουσης

προβαινον

προβαινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβαίνομαι

(나는) 전진해지다

προβαίνει, προβαίνῃ

(너는) 전진해지다

προβαίνεται

(그는) 전진해지다

쌍수 προβαίνεσθον

(너희 둘은) 전진해지다

προβαίνεσθον

(그 둘은) 전진해지다

복수 προβαινόμεθα

(우리는) 전진해지다

προβαίνεσθε

(너희는) 전진해지다

προβαίνονται

(그들은) 전진해지다

접속법단수 προβαίνωμαι

(나는) 전진해지자

προβαίνῃ

(너는) 전진해지자

προβαίνηται

(그는) 전진해지자

쌍수 προβαίνησθον

(너희 둘은) 전진해지자

προβαίνησθον

(그 둘은) 전진해지자

복수 προβαινώμεθα

(우리는) 전진해지자

προβαίνησθε

(너희는) 전진해지자

προβαίνωνται

(그들은) 전진해지자

기원법단수 προβαινοίμην

(나는) 전진해지기를 (바라다)

προβαίνοιο

(너는) 전진해지기를 (바라다)

προβαίνοιτο

(그는) 전진해지기를 (바라다)

쌍수 προβαίνοισθον

(너희 둘은) 전진해지기를 (바라다)

προβαινοίσθην

(그 둘은) 전진해지기를 (바라다)

복수 προβαινοίμεθα

(우리는) 전진해지기를 (바라다)

προβαίνοισθε

(너희는) 전진해지기를 (바라다)

προβαίνοιντο

(그들은) 전진해지기를 (바라다)

명령법단수 προβαίνου

(너는) 전진해져라

προβαινέσθω

(그는) 전진해져라

쌍수 προβαίνεσθον

(너희 둘은) 전진해져라

προβαινέσθων

(그 둘은) 전진해져라

복수 προβαίνεσθε

(너희는) 전진해져라

προβαινέσθων, προβαινέσθωσαν

(그들은) 전진해져라

부정사 προβαίνεσθαι

전진해지는 것

분사 남성여성중성
προβαινομενος

προβαινομενου

προβαινομενη

προβαινομενης

προβαινομενον

προβαινομενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβήσω

(나는) 전진하겠다

προβήσεις

(너는) 전진하겠다

προβήσει

(그는) 전진하겠다

쌍수 προβήσετον

(너희 둘은) 전진하겠다

προβήσετον

(그 둘은) 전진하겠다

복수 προβήσομεν

(우리는) 전진하겠다

προβήσετε

(너희는) 전진하겠다

προβήσουσιν*

(그들은) 전진하겠다

기원법단수 προβήσοιμι

(나는) 전진하겠기를 (바라다)

προβήσοις

(너는) 전진하겠기를 (바라다)

προβήσοι

(그는) 전진하겠기를 (바라다)

쌍수 προβήσοιτον

(너희 둘은) 전진하겠기를 (바라다)

προβησοίτην

(그 둘은) 전진하겠기를 (바라다)

복수 προβήσοιμεν

(우리는) 전진하겠기를 (바라다)

προβήσοιτε

(너희는) 전진하겠기를 (바라다)

προβήσοιεν

(그들은) 전진하겠기를 (바라다)

부정사 προβήσειν

전진할 것

분사 남성여성중성
προβησων

προβησοντος

προβησουσα

προβησουσης

προβησον

προβησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προβήσομαι

(나는) 전진해지겠다

προβήσει, προβήσῃ

(너는) 전진해지겠다

προβήσεται

(그는) 전진해지겠다

쌍수 προβήσεσθον

(너희 둘은) 전진해지겠다

προβήσεσθον

(그 둘은) 전진해지겠다

복수 προβησόμεθα

(우리는) 전진해지겠다

προβήσεσθε

(너희는) 전진해지겠다

προβήσονται

(그들은) 전진해지겠다

기원법단수 προβησοίμην

(나는) 전진해지겠기를 (바라다)

προβήσοιο

(너는) 전진해지겠기를 (바라다)

προβήσοιτο

(그는) 전진해지겠기를 (바라다)

쌍수 προβήσοισθον

(너희 둘은) 전진해지겠기를 (바라다)

προβησοίσθην

(그 둘은) 전진해지겠기를 (바라다)

복수 προβησοίμεθα

(우리는) 전진해지겠기를 (바라다)

προβήσοισθε

(너희는) 전진해지겠기를 (바라다)

προβήσοιντο

(그들은) 전진해지겠기를 (바라다)

부정사 προβήσεσθαι

전진해질 것

분사 남성여성중성
προβησομενος

προβησομενου

προβησομενη

προβησομενης

προβησομενον

προβησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προέβαινον

(나는) 전진하고 있었다

προέβαινες

(너는) 전진하고 있었다

προέβαινεν*

(그는) 전진하고 있었다

쌍수 προεβαίνετον

(너희 둘은) 전진하고 있었다

προεβαινέτην

(그 둘은) 전진하고 있었다

복수 προεβαίνομεν

(우리는) 전진하고 있었다

προεβαίνετε

(너희는) 전진하고 있었다

προέβαινον

(그들은) 전진하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 προεβαινόμην

(나는) 전진해지고 있었다

προεβαίνου

(너는) 전진해지고 있었다

προεβαίνετο

(그는) 전진해지고 있었다

쌍수 προεβαίνεσθον

(너희 둘은) 전진해지고 있었다

προεβαινέσθην

(그 둘은) 전진해지고 있었다

복수 προεβαινόμεθα

(우리는) 전진해지고 있었다

προεβαίνεσθε

(너희는) 전진해지고 있었다

προεβαίνοντο

(그들은) 전진해지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἐγὼ δὲ παρὰ τὴν Σελήνην ἀπελθὼν καὶ τὸν Ὕπνον ἀπαγγελῶ κἀκείνοισ ἅπερ ὁ Ζεὺσ ἐπέστειλε, τὴν μὲν σχολῇ προβαίνειν, τὸν δὲ Ὕπνον μὴ ἀνιέναι τοὺσ ἀνθρώπουσ, ὡσ ἀγνοήσωσι μακρὰν οὕτω τὴν νύκτα γεγενημένην. (Lucian, Dialogi deorum, 4:2)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 4:2)

  • οὐκ ἤκουσασ οἷ προβαίνει τὸ πρᾶγμα τοῦ βουλεύματοσ; (Aristophanes, Acharnians, Choral, strophe 12)

    (아리스토파네스, Acharnians, Choral, strophe 12)

  • ὡρ́α προβαίνειν ὦνδρεσ ἡμῖν ἐστι· (Aristophanes, Ecclesiazusae, Exodus1)

    (아리스토파네스, Ecclesiazusae, Exodus1)

  • Ἐν τῇ ὑπωρείᾳ κάτω ἔτι, ὦ Λυκῖνε, ἄρτι προβαίνειν βιαζόμενον· (Lucian, 7:6)

    (루키아노스, 7:6)

  • "ἐπεὶ γὰρ ἐν μήκει καὶ πλάτει βάθοσ λαβόντι πᾶν τὸ στερεόν ἐστι, καὶ μήκουσ μὲν προϋφίσταται στιγμὴ κατὰ μονάδα ταττομένη, μῆκοσ δ’ ἀπλατὲσ ἡ γραμμὴ καλεῖται καὶ μῆκοσ ἐστιν, ἡ δ’ ἐπὶ πλάτοσ γραμμῆσ κίνησισ ἐπιφανείασ γένεσιν ἐν τριάδι παρέσχε, βάθουσ δὲ τούτοισ προσγενομένου διὰ τεττάρων εἰσ στερεὸν ἡ αὔξησισ προβαίνει· (Plutarch, De E apud Delphos, section 134)

    (플루타르코스, De E apud Delphos, section 134)

유의어

  1. 있다

  2. 위반하다

  3. 전진하다

  4. 전진하다

관련어

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION