헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

περιπίπτω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: περιπίπτω περιπεσοῦμαι περιέπεσον

형태분석: περι (접두사) + πίπτ (어간) + ω (인칭어미)

  1. ~에 앉다, 안으로 던지다, ~에 원인이 있다
  2. 만나다, 우연히 만나다
  3. 마주치다, 접하다, 빠지다, 만나다, 우연히 만나다
  1. to fall around, so as to embrace
  2. to fall around, upon
  3. to fall in with
  4. to fall foul of, to be wrecked
  5. to fall in with, fall into, to encounter, to be caught in
  6. to change suddenly
  7. to fall on one side
  8. to come over or upon

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπίπτω

περιπίπτεις

περιπίπτει

쌍수 περιπίπτετον

περιπίπτετον

복수 περιπίπτομεν

περιπίπτετε

περιπίπτουσιν*

접속법단수 περιπίπτω

περιπίπτῃς

περιπίπτῃ

쌍수 περιπίπτητον

περιπίπτητον

복수 περιπίπτωμεν

περιπίπτητε

περιπίπτωσιν*

기원법단수 περιπίπτοιμι

περιπίπτοις

περιπίπτοι

쌍수 περιπίπτοιτον

περιπιπτοίτην

복수 περιπίπτοιμεν

περιπίπτοιτε

περιπίπτοιεν

명령법단수 περιπίπτε

περιπιπτέτω

쌍수 περιπίπτετον

περιπιπτέτων

복수 περιπίπτετε

περιπιπτόντων, περιπιπτέτωσαν

부정사 περιπίπτειν

분사 남성여성중성
περιπιπτων

περιπιπτοντος

περιπιπτουσα

περιπιπτουσης

περιπιπτον

περιπιπτοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 περιπίπτομαι

περιπίπτει, περιπίπτῃ

περιπίπτεται

쌍수 περιπίπτεσθον

περιπίπτεσθον

복수 περιπιπτόμεθα

περιπίπτεσθε

περιπίπτονται

접속법단수 περιπίπτωμαι

περιπίπτῃ

περιπίπτηται

쌍수 περιπίπτησθον

περιπίπτησθον

복수 περιπιπτώμεθα

περιπίπτησθε

περιπίπτωνται

기원법단수 περιπιπτοίμην

περιπίπτοιο

περιπίπτοιτο

쌍수 περιπίπτοισθον

περιπιπτοίσθην

복수 περιπιπτοίμεθα

περιπίπτοισθε

περιπίπτοιντο

명령법단수 περιπίπτου

περιπιπτέσθω

쌍수 περιπίπτεσθον

περιπιπτέσθων

복수 περιπίπτεσθε

περιπιπτέσθων, περιπιπτέσθωσαν

부정사 περιπίπτεσθαι

분사 남성여성중성
περιπιπτομενος

περιπιπτομενου

περιπιπτομενη

περιπιπτομενης

περιπιπτομενον

περιπιπτομενου

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

단순 과거(Aorist) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἀλλὰ παρὰ πολὺ ἐκεῖνο εὐλογώτερον τῶν πολλῶν τρωθήσεσθαι καὶ περιπεσεῖσθαι τῷ τοξεύματι ἐλπίζειν, ἢ πάντωσ ἐκεῖνο τὸ ἓν ἐξ ἁπάντων. (Lucian, 58:3)

    (루키아노스, 58:3)

  • εἰ δὲ καταπλαγέντεσ τὸ μῆκοσ τοῦ πελάγουσ εἰσ τοὐπίσω ποιήσονται τὸν πλοῦν, ὡσ ἀσεβεῖσ καὶ λυμεῶνασ ὅλου τοῦ ἔθνουσ τιμωρίαισ περιπεσεῖσθαι ταῖσ μεγίσταισ. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 55 4:3)

    (디오도로스 시켈로스, Bibliotheca Historica, book 2, chapter 55 4:3)

  • ἐὰν δὲ συγκλείσωσιν ἑαυτοὺσ εἰσ μικρὰν νῆσον τὴν Σαλαμῖνα, δυσβοηθήτοισ κακοῖσ περιπεσεῖσθαι. (Diodorus Siculus, Library, book xi, chapter 12 26:3)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xi, chapter 12 26:3)

  • τίσ γὰρ ἂν ἤλπισεν Ἀθηναίουσ, μύρια μὲν εἰληφότασ ἐκ Δήλου τάλαντα, τριήρεισ δὲ διακοσίασ εἰσ Σικελίαν ἀπεσταλκότασ καὶ τοὺσ ἀγωνισομένουσ ἄνδρασ πλείουσ τῶν τετρακισμυρίων, οὕτωσ μεγάλαισ συμφοραῖσ περιπεσεῖσθαι; (Diodorus Siculus, Library, book xiii, chapter 21 3:1)

    (디오도로스 시켈로스, Library, book xiii, chapter 21 3:1)

  • οἰόμενοσ δὲ συμφορᾷ περιπεσεῖσθαι παρακούσαντασ ἀναπείθει κακοήθωσ τὴν γυναῖκα γεύσασθαι τοῦ φυτοῦ τῆσ φρονήσεωσ ἐν αὐτῷ λέγων εἶναι τήν τε τἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ διάγνωσιν, ἧσ γενομένησ αὐτοῖσ μακάριον καὶ μηδὲν ἀπολείποντα τοῦ θείου διάξειν βίον. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 1 52:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 1 52:1)

유의어

  1. to fall around

  2. ~에 앉다

  3. 만나다

  4. to change suddenly

  5. to fall on one side

  6. to come over or upon

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION