헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύγχυσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σύγχυσις

형태분석: συγχυσι (어간) + ς (어미)

어원: sugxe/w

  1. 혼합, 비빔
  2. 혼동, 혼란
  3. 난, 반란, 추락
  1. a mixing
  2. confounding
  3. disturbing
  4. overthrow, revolt

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σύγχυσις

혼합이

συγχύσει

혼합들이

συγχύσεις

혼합들이

속격 συγχύσεως

혼합의

συγχύσοιν

혼합들의

συγχύσεων

혼합들의

여격 συγχύσει

혼합에게

συγχύσοιν

혼합들에게

συγχύσεσιν*

혼합들에게

대격 σύγχυσιν

혼합을

συγχύσει

혼합들을

συγχύσεις

혼합들을

호격 σύγχυσι

혼합아

συγχύσει

혼합들아

συγχύσεις

혼합들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • διὰ τοῦτο ἐκλήθη τὸ ὄνομα αὐτῆσ Σύγχυσισ, ὅτι ἐκεῖ συνέχεε Κύριοσ τὰ χείλη πάσησ τῆσ γῆσ, καὶ ἐκεῖθεν διέσπειρεν αὐτοὺσ Κύριοσ ἐπὶ πρόσωπον πάσησ τῆσ γῆσ. (Septuagint, Liber Genesis 11:9)

    (70인역 성경, 창세기 11:9)

  • καὶ ἐβαρύνθη ἡ χεὶρ Κυρίου ἐπὶ Ἄζωτον, καὶ ἐπήγαγεν αὐτοῖσ καὶ ἐξέζεσεν αὐτοῖσ εἰσ τὰσ ναῦσ, καὶ μέσον τῆσ χώρασ αὐτῆσ ἀνεφύησαν μύεσ, καὶ ἐγένετο σύγχυσισ θανάτου μεγάλη ἐν τῇ πόλει. (Septuagint, Liber I Samuelis 5:6)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 5:6)

  • ὅτι ἐγενήθη σύγχυσισ ἐν ὅλῃ τῇ πόλει βαρεῖα σφόδρα, ὡσ εἰσῆλθε κιβωτὸσ Θεοῦ Ἰσραὴλ ἐκεῖ, καὶ οἱ ζῶντεσ καὶ οὐκ ἀποθανόντεσ ἐπλήγησαν εἰσ τὰσ ἕδρασ, καὶ ἀνέβη ἡ κραυγὴ τῆσ πόλεωσ εἰσ τὸν οὐρανόν. (Septuagint, Liber I Samuelis 5:12)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 5:12)

  • καὶ ἀνέβη Σαοὺλ καὶ πᾶσ ὁ λαὸσ ὁ μετ̓ αὐτοῦ καὶ ἔρχονται ἕωσ τοῦ πολέμου, καὶ ἰδοὺ ἐγένετο ρομφαία ἀνδρὸσ ἐπὶ τὸν πλησίον αὐτοῦ, σύγχυσισ μεγάλη σφόδρα. (Septuagint, Liber I Samuelis 14:20)

    (70인역 성경, 사무엘기 상권 14:20)

  • ὡσ εἴθε καὶ τῶν ἄλλων ἀνεκόπησαν τότε αἱ τόλμαι εὐθὺσ ἀρξαμένων παρανομεῖν, καὶ οὐκ ἂν ἐπολέμει μέχρι νῦν τὸ Λάμβδα τῷ Ῥῶ διαμφισβητοῦν περὶ τῆσ κισήρεωσ καὶ κεφαλαργίασ, οὔτε τὸ Γάμμα τῷ Κάππα διηγωνίζετο καὶ ἐσ χεῖρασ μικροῦ δεῖν ἤρχετο πολλάκισ ἐν τῷ γναφείῳ ὑπὲρ γναφάλλων, ἐπέπαυτο δ’ ἂν καὶ πρὸσ τὸ Λάμβδα μαχόμενον, τὸ μόγισ ἀφαιρούμενον αὐτοῦ καὶ μάλιστα παρακλέπτον, καὶ τὰ λοιπὰ δ’ ἂν ἠρέμει συγχύσεωσ ἄρχεσθαι παρανόμου· (Lucian, Judicium vocalium, (no name) 4:1)

    (루키아노스, Judicium vocalium, (no name) 4:1)

  • "ἀλλὰ διδόντεσ αὐτῷ τὸ μηδὲν οὕτωσ ἄχρηστον εἶναι μηδὲ φορτικὸν ὡσ τὸ ζητεῖν αὑτόν, ἐρώμεθα τίσ αὕτη τοῦ βίου σύγχυσίσ ἐστιν ἢ πῶσ ἐν τῷ ζῆν οὐ δύναται διαμένειν ἀνήρ, ὅτε τύχοι, πρὸσ ἑαυτὸν ἀναλογιζόμενοσ φέρε, τίσ ὢν οὗτοσ ὁ ἐγὼ τυγχάνω; (Plutarch, Adversus Colotem, section 211)

    (플루타르코스, Adversus Colotem, section 211)

유의어

  1. 혼합

  2. disturbing

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION