헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

σύγχυσις

3군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: σύγχυσις

형태분석: συγχυσι (어간) + ς (어미)

어원: sugxe/w

  1. 혼합, 비빔
  2. 혼동, 혼란
  3. 난, 반란, 추락
  1. a mixing
  2. confounding
  3. disturbing
  4. overthrow, revolt

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 σύγχυσις

혼합이

συγχύσει

혼합들이

συγχύσεις

혼합들이

속격 συγχύσεως

혼합의

συγχύσοιν

혼합들의

συγχύσεων

혼합들의

여격 συγχύσει

혼합에게

συγχύσοιν

혼합들에게

συγχύσεσιν*

혼합들에게

대격 σύγχυσιν

혼합을

συγχύσει

혼합들을

συγχύσεις

혼합들을

호격 σύγχυσι

혼합아

συγχύσει

혼합들아

συγχύσεις

혼합들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὥσ μοι πάντεσ εἰσ ἓν ἥκετε, σύγχυσιν ἔχοντεσ καὶ ταραγμὸν ὀμμάτων. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode18)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode18)

  • ὃ δὴ κατὰ λόγον καὶ προσηκόντωσ ἐθαυμάσθη, μετὰ τοσαύτασ τροπὰσ στρατοπέδων καὶ φόνουσ στρατηγῶν καὶ σύγχυσιν ὅλησ ὁμοῦ τῆσ Ῥωμαίων ἡγεμονίασ εἰσ ἀντίπαλα τῷ θαρρεῖν καθισταμένων· (Plutarch, Comparison of Pelopidas and Marcellus, chapter 1 6:1)

    (플루타르코스, Comparison of Pelopidas and Marcellus, chapter 1 6:1)

  • τὰ δ’ ἐν ὑμῖν ἀκόλαστα οὐδὲ τὸν νόμον ἔχουσα σύμμαχον ἡ φύσισ ἐντὸσ ὁρ́ων καθείργνυσιν ἀλλ’ ὥσπερ ὑπὸ ῥεύματοσ ἐκφερόμενα πολλαχοῦ ταῖσ ἐπιθυμίαισ δεινὴν ὕβριν καὶ ταραχὴν καὶ σύγχυσιν ἐν τοῖσ ἀφροδισίοισ ἀπεργάζεται τῆσ φύσεωσ. (Plutarch, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 16:1)

    (플루타르코스, Bruta animalia ratione uti, chapter, section 7 16:1)

  • ἐπεὶ δ’ ἐκεῖνοί τε διὰ Νικίου μάλιστα τῆσ εἰρήνησ τυχόντεσ καὶ τοὺσ ἄνδρασ ἀπολαβόντεσ ὑπερηγάπων αὐτόν, ἔν τε τοῖσ Ἕλλησι λόγοσ ἦν ὡσ Περικλέουσ μὲν συνάψαντοσ αὐτοῖσ, Νικίου δὲ λύσαντοσ τὸν πόλεμον, οἵ τε πλεῖστοι τὴν εἰρήνην Νικίειον ὠνόμαζον, οὐ μετρίωσ ἀνιώμενοσ ὁ Ἀλκιβιάδησ καὶ φθονῶν ἐβούλευε σύγχυσιν ὁρκίων. (Plutarch, , chapter 14 2:1)

    (플루타르코스, , chapter 14 2:1)

  • εἰ δὲ μή, ταραχὴν καὶ σύγχυσιν ἔσεσθαι καὶ μεταστάσεισ εἰσ τὸ πρῶτον εὐθὺσ τριπλάσιον ἐκ τοῦ πρώτου διπλασίου τῶν συμπληροῦν ἑκάτερον ὀφειλόντων. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 20 4:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 20 4:1)

  • ὡσ ἄνολβον εἶχεσ ὄμμα σύγχυσίν τ’, εἰ μὴ νεῶν χιλίων ἄρχων τὸ Πριάμου πεδίον ἐμπλήσεισ δορόσ. (Euripides, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:4)

    (에우리피데스, Iphigenia in Aulis, episode, trochees 1:4)

유의어

  1. 혼합

  2. disturbing

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION