περαίνω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
περαίνω
περανῶ
Structure:
περαίν
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to bring to an end, finish, accomplish, execute, to be brought to an end, be finished, to be fulfilled, accomplished
- to end, finish
- to repeat from beginning to end, to relate
- to effect one's purpose, to come to, issue, do, good, make, progress
- to make way, reach or penetrate
- to come to an end, end
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εὐδοκιμοῦντοσ δ’ αὐτοῦ Σιλλάκησ ἐπιστὰσ τῷ ἀνδρῶνι καὶ προσκυνήσασ προὔβαλεν εἰσ μέσον τοῦ Κράσσου τὴν κεφαλήν, κρότῳ δὲ τῶν Πάρθων μετὰ κραυγῆσ καὶ χαρᾶσ ἀραμένων, τὸν μὲν Σιλλάκην κατέκλιναν οἱ ὑπηρέται βασιλέωσ κελεύσαντοσ, ὁ δ’ Ιἄσων τὰ μὲν τοῦ Πενθέωσ σκευοποιήματα παρέδωκέ τινι τῶν χορευτῶν, τῆσ δὲ τοῦ Κράσσου κεφαλῆσ λαβόμενοσ καὶ ἀναβακχεύσασ ἐπέραινεν ἐκεῖνα τὰ μέλη μετ’ ἐνθουσιασμοῦ καὶ ᾠδῆσ· (Plutarch, chapter 33 2:2)
- ὁ μὲν οὖν συνάρχων τοῦ Καίσαροσ Βύβλοσ, ἐπεὶ κωλύων τοὺσ νόμουσ οὐδὲν ἐπέραινεν, ἀλλὰ πολλάκισ ἐκινδύνευε μετὰ Κάτωνοσ ἐπὶ τῆσ ἀγορᾶσ ἀποθανεῖν, ἐγκλεισάμενοσ οἴκοι τὸν τῆσ ἀρχῆσ χρόνον διετέλεσε. (Plutarch, Caesar, chapter 14 6:1)
- οἱ γὰρ τοσαῦτα χρήματα παρὰ Καίσαροσ λαμβάνοντεσ ὡσ οὐκ ἔχοντι διδόναι τὴν βουλὴν ἔπειθον, μᾶλλον δὲ ἠνάγκαζον ἐπιστένουσαν οἷσ ἐψηφίζοντο, Κάτωνοσ μὲν οὐ παρόντοσ, ἐπίτηδεσ γὰρ αὐτὸν εἰσ Κύπρον ἀπεδιοπομπήσαντο, Φαωνίου δέ, ὃσ ἦν ζηλωτὴσ Κάτωνοσ, ὡσ οὐδὲν ἐπέραινεν ἀντιλέγων, ἐξαλλομένου διὰ θυρῶν καὶ βοῶντοσ εἰσ τὸ πλῆθοσ. (Plutarch, Caesar, chapter 21 3:3)
- ἐπεὶ δὲ κἀκεῖνοσ λόγῳ παραιτεῖσθαι καλλωπιζόμενοσ ἔργῳ παντὸσ μᾶλλον ἐπέραινεν ἐξ ὧν ἀναδειχθήσοιτο δικτάτωρ, συμφρονήσαντεσ οἱ περὶ Κάτωνα πείθουσι τὴν γερουσίαν ὕπατον αὐτὸν ἀποδεῖξαι μόνον, ὡσ μὴ βιάσαιτο δικτάτωρ γενέσθαι, νομιμωτέρᾳ μοναρχίᾳ παρηγορηθείσ, οἱ δὲ καὶ χρόνον ἐπεψηφίσαντο τῶν ἐπαρχιῶν· (Plutarch, Caesar, chapter 28 5:1)
- ὡσ δὲ οὐδὲν ἐπέραινεν ἡ βουλὴ συνελθοῦσα διὰ τοὺσ πλουσίουσ ἰσχύοντασ ἐν αὐτῇ, τρέπεται πρὸσ ἔργον οὐ νόμιμον οὐδὲ ἐπιεικέσ, ἀφελέσθαι τῆσ ἀρχῆσ τὸν Ὀκτάβιον, ἀμηχανῶν ἄλλωσ ἐπαγαγεῖν τῷ νόμῳ τὴν ψῆφον. (Plutarch, Tiberius Gracchus, chapter 11 2:2)
Synonyms
-
to bring to an end
- κραίνω (to accomplish, fulfil, bring to pass)
- ἐπιτελέω (to complete, finish, accomplish)
- ἐπικραίνω (to bring to pass, accomplish, fulfil)
- ἐξανύω (to bring to an end, finish, accomplish)
- ἀπέρδω (to bring to an end, finish)
- ἐξαιρέω (to bring to an end, accomplish)
-
to end
-
to make way
-
to come to an end
- τελευτάω (to come to an end)
- συνανύτω (to come to an end with)
- ἀνύω (to come to an end)
- ὑπολείπω (to fail, come to an end, fails)
- ἀποτελευτάω (to end, in)
- ἀπαλλάσσω (to get off, come off, end)
- ἀποσκήπτω (to fall suddenly, to come to, ending)
- τελευτάω (to come to an end, to end, to come to a)
- ἱκνέομαι (to come)
- ἵκω (to come to)
- παραβάλλω (to come n)
- προσέρχομαι (to come or go to)
- ἀφικνέομαι (to come)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- σύνειμι (to come in)
- ἀγρέω (come, come on)
- ἕρπω ( I go or come)
- ἑρπύζω (to go, come)
- ἀμείβω (comes on)
- βάσκω ( come, go)
- βλώσκω (come, go)
- ἔξειμι (to go out, come out)
- ἐξέρχομαι (to go out, come out )
- ἐξικνέομαι (to come to)
- εἰσαφικάνω (to come to)
- ἐκπεράω (to go or come out of)
- ἐκπίπτω (to come out)
- ἔρχομαι (I come, go)
Derived
- διαπεραίνω (to bring to a conclusion, discuss thoroughly, tell)
- ἐκπεραίνω (to finish off, to be accomplished)
- συμπεραίνω (to join or assist in accomplishing, to join fully in, with)