μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πὰρ δ’ Ἀχλὺσ εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρὴ ἀυσταλέη λιμῷ καταπεπτηυῖα, γουνοπαχήσ, μακροὶ δ’ ὄνυχεσ χείρεσσιν ὑπῆσαν. (Hesiod, Shield of Heracles, Book Sh. 25:11)
(헤시오도스, 헤라클레스의 방패, Book Sh. 25:11)
- μῦθοι τὸ μετὰ τοῦτο μακροὶ καὶ διηγήσεισ, ὡσ θηράσειεν αὐτὸσ ἐν τῇ Μαυρουσίᾳ καὶ ὡσ ἴδοι τοὺσ ἐλέφαντασ πολλοὺσ ἐν τῷ αὐτῷ συννεμομένουσ καὶ ὡσ ὑπὸ λέοντοσ ὀλίγου δεῖν καταβρωθείη, καὶ ἡλίκουσ ἰχθῦσ ἐπρίατο ἐν Καισαρείᾳ· (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 283)
(루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 283)
- αὐτῶν μέντοι τῶν ὀνείρων οὔτε φύσισ οὔτε ἰδέα ἡ αὐτή, ἀλλ’ οἱ μὲν μακροὶ ἦσαν καὶ καλοὶ καὶ εὐειδεῖσ, οἱ δὲ μικροὶ καὶ ἄμορφοι, καὶ οἱ μὲν χρύσεοι, ὡσ ἐδόκουν, οἱ δὲ ταπεινοί τε καὶ εὐτελεῖσ. (Lucian, Verae Historiae, book 2 34:1)
(루키아노스, Verae Historiae, book 2 34:1)
- Πολλὰ δὲ καὶ ἄλλα καὶ ἔσω καὶ ἔξω τοῦ σώματοσ εἴδεα σχημάτων, ἃ μεγάλα ἀλλήλων διαφέρει πρὸσ τὰ παθήματα καὶ νοσέοντι καὶ ὑγιαίνοντι, οἱο͂ν κεφαλαὶ σμικραὶ ἢ μεγάλαι, τράχηλοι λεπτοὶ ἢ παχέεσ, μακροὶ ἢ βραχέεσ, κοιλίαι μακραὶ ἢ στρογγύλαι, θώρηκοσ καὶ πλευρέων πλατύτητεσ ἢ στενότητεσ, ἄλλα μυρία, ἃ δεῖ πάντα εἰδέναι ᾗ διαφέρει, ὅπωσ τὰ αἴτια ἑκάστων εἰδὼσ ὀρθῶσ φυλάσσηται· (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.1)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, , xxiii.1)
- μακροὶ παλαιοί τ’ ἂν μετρηθεῖεν χρόνοι. (Sophocles, Oedipus Tyrannus, episode 1:16)
(소포클레스, 오이디푸스 튀란노스, episode 1:16)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)