μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Ἐν μέντοι τῷ ἄρθρῳ τῷ κάτω οὐχ ὁμοίη ἡ ὑπότασισ τοῦ ὀστέου τοῦ μακροτέρου‧ ἀνομοίωσ γὰρ ὁ ἀγκὼν καὶ ἡ ἰγνύη κάμπτεται. (Hippocrates, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 18.4)
(히포크라테스, Oeuvres Completes D'Hippocrate., , 18.4)
- ἐγὼ τὸν μὲν ἴδιον βίον τὸν Δημοσθένουσ ἐξετάζειν μακροτέρου λόγου ἔργον ἡγοῦμαι. (Aeschines, Speeches, , section 51 1:2)
(아이스키네스, 연설, , section 51 1:2)
- τὸ μὲν τοίνυν εἴ ποτέ ἐστίν που τὸ χεῖρον κρεῖττον τοῦ ἀμείνονοσ ἐάσωμεν ‐ μακροτέρου γὰρ λόγου ‐ τὸ δὲ ὑπὸ σοῦ λεγόμενον μανθάνω νῦν, ὥσ ποτε πολῖται, συγγενεῖσ καὶ τῆσ αὐτῆσ πόλεωσ γεγονότεσ, ἄδικοι καὶ πολλοὶ συνελθόντεσ, δικαίουσ ἐλάττουσ ὄντασ βιάσονται δουλούμενοι, καὶ ὅταν μὲν κρατήσωσιν, ἥττων ἡ πόλισ αὑτῆσ ὀρθῶσ αὕτη λέγοιτ’ ἂν ἅμα καὶ κακή, ὅπου δ’ ἂν ἡττῶνται, κρείττων τε καὶ ἀγαθή. (Plato, Laws, book 1 18:1)
(플라톤, Laws, book 1 18:1)
- καὶ μὴν ὅτι γε οὔτ’ ἀληθῆ λέγουσιν οὔτ’ ἀληθέσι προσόμοια, ἀλλὰ τῷ μέλλοντι καὶ πείσειν ἀνθρώπουσ καὶ ὅλωσ ὑποχειρίουσ ἕξειν, τὴν βελτίστην καὶ τὴν ἐρρωμενεστάτην καὶ πάντωσ ἀδιάφθορον καὶ ἄμεμπτον ἐκ τῶν δυνατῶν ἰτέον καὶ προαιρετέον, καὶ συχνοῦ λόγου δεῖξαι καὶ βραχέοσ πάνυ, βραχέοσ μὲν λέγω, διὰ τὸ σφόδρα οὕτω σαφὲσ εἶναι, μακροτέρου δὲ, ὅτι μυρίοισ ἄν τισ ἔχοι καὶ τεκμηρίοισ καὶ παραδείγμασι δεικνύναι. (Aristides, Aelius, Orationes, 6:4)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 6:4)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)