μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ γὰρ αὖ καὶ τούτουσ ἔφασκεν ὀλιγοχρονίου τε καὶ βραχείασ ἡδονῆσ ἔρωτι πολλὰσ πραγματείασ ὑπομένειν ἀπέφαινε γοῦν τεσσάρων δακτύλων αὐτοῖσ ἕνεκα πάντα πονεῖσθαι τὸν πόνον, ἐφ’ ὅσουσ ὁ μήκιστοσ ἀνθρώπου λαιμὸσ ἐστιν οὔτε γὰρ πρὶν ἐμφαγεῖν, ἀπολαύειν τι τῶν ἐωνημένων, οὔτε βρωθέντων ἡδίω γενέσθαι τὴν ἀπὸ τῶν πολυτελεστέρων πλησμονήν λοιπὸν οὖν εἶναι τὴν ἐν τῇ παρόδῳ γιγνομένην ἡδονὴν τοσούτων ὠνεῖσθαι χρημάτων. (Lucian, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 33:2)
(루키아노스, Nigrinus, Nigrinou Fiaosofia 33:2)
- Ἢν δὲ πνεύμων, ἐπὶ μὲν σμικρῇ τῇ αἰτίῃ, δύσπνοια · ζώει κακῶσ, θάνατοσ μήκιστοσ, ἢν μή τισ ἀκέηται · ἐπὶ δὲ μεγάλῳ πάθεϊ, ὁκοῖον ἡ φλεγμον ὴ, πνιγμὸσ , ἀφωνίη, ἄπνοια, ὄλεθροσ αὐτίκα· ἥδε ἐστὶν ἥν καλέομεν περιπνευμονίην, φλεγμονὴ τοῦ πνεύμονοσ, ξὺν ὀξέϊ πυρετῷ, εὖτε ξύνεστιν αὐτέοισι βάροσ τοῦ θώρηκοσ, ἀπονίη, ἢν μοῦνοσ φλεγμήνῃ ὁ πνεύμων, ἄπονοσ γὰρ ἡ φύσισ αὐτέου· μανὸσ μὲν γὰρ τὴν οὐσίην, εἰρίοισιν ἴκελοσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 7)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 7)
- οὐκ ἄνευθεν κινδύνου ἰήσισ, ὕπνοσ βαθὺσ καὶ μήκιστοσ· ψύξισ γὰρ καὶ πάρεσισ και νάρκη νεύρων, ὕπνοσ πουλύσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 268)
(아레타이오스, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 268)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)