μακρός?
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사: makros
고전 발음: [마끄로스]
신약 발음: [마끄로스]
기본형:
μακρός
μακρά
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from ΜΑΚ, Root of μῆκος)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- Εἰ δέ τις ἐρεῖ τῶν πρὸς ἅπαντα φιλονεικούντων, ὅτι τοῦτον ἴσως ἔγραψε τὸν λόγον ταῖς Ἀριστοτέλους ἐντετευχὼς τέχναις, τὸν κράτιστον ἁπάντων τῶν λόγων, πολλὰ πρὸς αὐτὸν εἰπεῖν ἔχων, ἵνα μὴ μακρότερος τοῦ δέοντος ὁ λόγος γένηταί μοι, καὶ τοῦτον ἐπιδείξειν ὑπισχνοῦμαι τὸν ἀγῶνα πρὸ τῶν Ἀριστοτέλους τεχνῶν ἐπιτετελεσμένον αὐτῷ χρησάμενος τῷ φιλοσόφῳ μάρτυρι. (Dionysius of Halicarnassus, Ad Ammaeum, chapter 12 1:3)
(디오니시오스, Ad Ammaeum, chapter 12 1:3)
- οὐ γὰρ μόνον οὐκ ἴσχυσε τοῦτο παρ αὐτοῦ λαβεῖν, ἀλλὰ κἄν ποτε διεγεῖραι βουληθῇ τὴν φράσιν, ὀλίγον ἐμπνεύσας ὥσπερ ἀπόγειος αὖρα ταχέως σβέννυται μακρότερος γὰρ γίνεται τοῦ δέοντος ἐν πολλοῖς, καὶ τοῦ πρέποντος οὐχ ὡς Ἡρόδοτος ἐφάπτεται τῶν προσώπων εὐτυχῶς, ἀλλ ἐν πολλοῖς ὀλίγωρός ἐστιν, ἄν τις ὀρθῶς σκοπῇ. (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 4:1)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 4 4:1)
- ἀλλ ἵνα μὴ μακρότερος τοῦ δέοντος ὁ λόγος γένοιτό μοι, τούτοις ἀρκεσθεὶς ἱκανοῖς οὖσι βεβαιῶσαι τὸ προκείμενον οὐκ ἂν ὀκνήσαιμι τοῖς ἀσκοῦσι τοὺς πολιτικοὺς λόγους ὑποτίθεσθαι τοῖς γε δὴ τὰς κρίσεις ἀδιαστρόφους ἔτι φυλάσσουσι, Δημοσθένει συμβούλῳ χρησαμένους, ὃν ἁπάντων ῥητόρων κράτιστον γεγενῆσθαι πειθόμεθα, ταύτας μιμεῖσθαι τὰς κατασκευάς, ἐν αἷς ἥ τε βραχύτης καὶ ἡ δεινότης καὶ ἡ ἰσχὺς καὶ ὁ τόνος καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια καὶ αἱ συγγενεῖς ταύταις ἀρεταὶ πᾶσιν ἀνθρώποις εἰσὶ φανεραί: (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 552)
(디오니시오스, , chapter 552)
- ἐναταῖος ἔτι μακρότερος, οὐ θανατώδης. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 205)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 205)
- περὶ μὲν δὴ τούτων ἕτερος λόγος πλείων καὶ μακρότερος καὶ οὐ ῥᾴδιος, πότερον Ὅμηρος ἥμαρτε περὶ ταῦτα ἢ φυσικούς τινας ἐνόντας ἐν τοῖς μύθοις λόγους κατὰ τὴν τότε συνήθειαν παρεδίδου τοῖς ἀνθρώποις. (Dio, Chrysostom, Orationes, 4:2)
(디오, 크리소토모스, 연설 (2), 4:2)
- ἡμερινὸς μακρότερος‧ ἔστι δ οἷσι Ῥέπει καὶ ἐπὶ τὸ φθινῶδες. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 203)
(히포크라테스, Hippocrates Collected Works I, EPIDHMIWN A, 203)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)