μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ αἱ μὲν πρῶται τέσσαρεσ τάξεισ ἔστων κοντοφόρων, ὧν δὴ τοῖσ κοντοῖσ μακρὰ καὶ ἐπίλεπτα τὰ σιδήρια προῆκται. (Arrian, Acies Contra Alanos 22:2)
(아리아노스, Acies Contra Alanos 22:2)
- ἐπεὶ δέ σοι μετέδοξε βελτίω ταῦτα εἶναι καὶ τὴν μὲν ἐλευθερίαν μακρὰ χαίρειν ἐᾶν, ζηλῶσαι δὲ τὸ ἀγεννέστατον ἐκεῖνο ἰαμβεῖον ὅπου τὸ κέρδοσ, παρὰ φύσιν δουλευτέον, ὁρ́α ὅπωσ μηδεὶσ ἔτι ἀκούσεταί σου ἀναγινώσκοντοσ αὐτό, ἀλλὰ μηδὲ ἄλλῳ παράσχῃσ τῶν τὸν παρόντα σου βίον ὁρώντων ἐπελθεῖν τὰ γεγραμμένα, εὔχου δὲ Ἑρμῇ τῷ χθονίῳ καὶ τῶν ἀκηκοότων πρότερον πολλὴν λήθην κατασκεδάσαι, ἢ δόξεισ τῷ τοῦ Κορινθίου μύθου ταὐτόν τι πεπονθέναι, κατὰ σαυτοῦ ὁ Βελλεροφόντησ γεγραφὼσ τὸ βιβλίον· (Lucian, Apologia 9:2)
(루키아노스, Apologia 9:2)
- ἐκεῖνον γὰρ διδαχθέντα τέωσ μὲν ὀρχεῖσθαι πάνυ κοσμίωσ καὶ ἐμμελῶσ καὶ ἐπὶ πολὺ θαυμάζεσθαι μένοντα ἐν τῷ σχήματι καὶ τὸ πρέπον φυλάττοντα καὶ τοῖσ ᾅδουσι καὶ αὐλοῦσι συγκινούμενον ὑμέναιον, ἐπεὶ δὲ εἶδεν ἰσχάδασ, οἶμαι, ἢ ἀμύγδαλον πόρρω κειμένην, μακρὰ χαίρειν φράσαντα τοῖσ αὐλοῖσ καὶ ῥυθμοῖσ καὶ ὀρχήμασι συναρπάσαντα κατατρώγειν, ἀπορρίψαντα, μᾶλλον δὲ συντρίψαντα τὸ πρόσωπον. (Lucian, Apologia 14:2)
(루키아노스, Apologia 14:2)
- τοιγαροῦν οἱ Σκύθαι ταῦτα ὁρῶντεσ, οἱ Γέται αὐτῶν,^ μακρὰ ἡμῖν χαίρειν εἰπόντεσ αὐτοὶ ἀπαθανατίζουσι καὶ θεοὺσ χειροτονοῦσιν οὓσ ἂν ἐθελήσωσι, τὸν αὐτὸν τρόπον ὅνπερ καὶ Ζάμολξισ δοῦλοσ ὢν παρενεγράφη οὐκ οἶδ’ ὅπωσ διαλαθών. (Lucian, Deorum concilium, (no name) 9:3)
(루키아노스, Deorum concilium, (no name) 9:3)
- ἐπ’ ἐκεῖνον μεταβήσεται ἡ ψυχὴ μακρὰ χαίρειν φράσασα τοῖσ ἐκείνων ᾅσμασιν· (Lucian, De Domo, (no name) 19:8)
(루키아노스, De Domo, (no name) 19:8)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)