μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὑπειληφότεσ γὰρ καταδυναστεύειν ἔθνοσ ἅγιον ἄνομοι, δέσμιοι σκότουσ καὶ μακρᾶσ πεδῆται νυκτὸσ κατακλεισθέντεσ ὀρόφοισ, φυγάδεσ τῆσ αἰωνίου προνοίασ ἔκειντο. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:2)
(70인역 성경, 지혜서 17:2)
- ἡγεῖται δὲ ἀνὴρ ὠχρὸσ καὶ ἄμορφοσ, ὀξὺ δεδορκὼσ καὶ ἐοικὼσ τοῖσ ἐκ νόσου μακρᾶσ κατεσκληκόσι. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:4)
(루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:4)
- τοιαῦτα μέν σοι τῆσ μακρᾶσ ἀπουσίασ πρᾶξαι παρέξω ‐ σὺν δ’ Ἀδραστείᾳ λέγω ‐ ἐπειδἂν ἐχθρῶν τήνδ’ ἐλευθέραν πόλιν θῶμεν θεοῖσί τ’ ἀκροθίνι’ ἐξέλῃσ, ξὺν σοὶ στρατεύειν γῆν ἐπ’ Ἀργείων θέλω καὶ πᾶσαν ἐλθὼν Ἑλλάδ’ ἐκπέρσαι δορί, ὡσ ἂν μάθωσιν ἐν μέρει πάσχειν κακῶσ. (Euripides, Rhesus, episode, iambic 1:1)
(에우리피데스, Rhesus, episode, iambic 1:1)
- καὶ ὅμωσ οὕτω διακειμένη τὴν κεφαλήν, ἁπάντων εἰδότων ὅτι ἐκ νόσου μακρᾶσ τὸ τοιοῦτον ἐπεπόνθει, ἤκουε τῶν καταράτων ποιητῶν ὑακινθίνασ τὰσ τρίχασ αὐτῆσ λεγόντων καὶ οὔλουσ τινὰσ πλοκάμουσ ἀναπλεκόντων καὶ σελίνοισ τοὺσ μηδὲ ὅλωσ ὄντασ εἰκαζόντων. (Lucian, Pro imaginibus, (no name) 5:3)
(루키아노스, Pro imaginibus, (no name) 5:3)
- διὰ μακρᾶσ ἐλθὼν κελεύθου; (Euripides, Ion, episode, trochees 1:10)
(에우리피데스, Ion, episode, trochees 1:10)
- πῦρ γὰρ ἐπελεύσεται αὐτῇ παρὰ τοῦ αἰωνίου εἰσ ἡμέρασ μακράσ, καὶ κατοικηθήσεται ὑπὸ δαιμονίων τὸν πλείονα χρόνον. ‐ (Septuagint, Liber Baruch 4:35)
(70인역 성경, 바룩서 4:35)
- ἃ δ’ οἱ γέροντεσ ποιοῦσιν , ὅταν μεθυσθῶσιν τοῦ ὕδατοσ, οὐκ ἀλλότριον εἰπεῖν ἐπειδὰν πίῃ ὁ γέρων καὶ κατάσχῃ αὐτὸν ὁ Σιληνόσ, αὐτίκα ἐπὶ πολὺ ἄφωνόσ ἐστι καὶ καρηβαροῦντι καὶ βεβαπτισμένῳ ἐοίκεν, εἶτα ἄφνω φωνή τε λαμπρὰ καὶ φθέγμα τορὸν καὶ πνεῦμα λιγυρὸν ἐγγίγνεται αὐτῷ καὶ λαλίστατοσ ἐξ ἀφωνοτάτου ἐστίν, οὐδ’ ἂν ’ἐπιστομίσασ παύσειασ αὐτὸν μὴ οὐχὶ συνεχῆ λαλεῖν καὶ ῥήσεισ μακρὰσ συνείρειν. (Lucian, (no name) 7:2)
(루키아노스, (no name) 7:2)
- πολλὴ μὲν γὰρ ἐν τοῖσ ἐπιθέτοισ, ἄκαιροσ δ’ ἐν ταῖσ μετωνυμίαισ, σκληρὰ δὲ καὶ οὐ σῴζουσα τὴν ἀναλογίαν ἐν ταῖσ μεταφοραῖσ γίγνεται, ἀλληγορίασ τε περιβάλλεται μακρὰσ καὶ πολλὰσ οὔτε μέτρον ἐχούσασ οὔτε καιρόν, σχήμασί τε ποιητικοῖσ ἐσχάτην προσβάλλουσιν ἀηδίαν, καὶ μάλιστα τοῖσ Γοργιείοισ ἀκαίρωσ καὶ μειρακιωδῶσ ἐναβρύνεται· (Dionysius of Halicarnassus, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 6:1)
(디오니시오스, Epistula ad Pompeium Geminum, chapter 2 6:1)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)