μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ταῦτα εἶπον οὐ πάνυ τοῖσ μακροῖσ τῶν λόγων χαίρουσα. (Lucian, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:13)
(루키아노스, Bis accusatus sive tribunalia, (no name) 20:13)
- ταῦθ’ ὅτι συνήλειπταί τε καὶ συγκέχρωσται, καὶ οὐ καθ’ ἓν ἕκαστον ὄνομα ἐν ἕδρᾳ περιφανεῖ καὶ πλατείᾳ βέβηκεν οὐδὲ μακροῖσ τοῖσ μεταξὺ χρόνοισ διείργεται καὶ διαβέβηκεν ἀπ’ ἀλλήλων, ἀλλ’ ἐν κινήσει τε ὄντα φαίνεται καὶ φορᾷ καὶ ῥύσει συνεχεῖ, πραεῖαί τε αὐτῶν εἰσι καὶ μαλακαὶ καὶ προπετεῖσ αἱ συνάπτουσαι τὴν λέξιν ἁρμονίαι, τὸ ἄλογον ἐπιμαρτυρεῖ τῆσ ἀκοῆσ πάθοσ. (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 2349)
(디오니시오스, De Compositione Verborum, chapter 2349)
- ἔπεισε δὲ καὶ Πατρεῖσ ὁμοίωσ τείχεσι μακροῖσ συνάψαι τῇ θαλάσσῃ τὴν πόλιν. (Plutarch, , chapter 15 3:2)
(플루타르코스, , chapter 15 3:2)
- αὐτοὺσ δὲ τοὺσ στρατιώτασ ἐδίδαξε τοῖσ ὑσσοῖσ μακροῖσ διὰ χειρὸσ χρῆσθαι καὶ τοῖσ ξίφεσι τῶν πολεμίων ὑποβάλλοντασ ἐκδέχεσθαι τὰσ καταφοράσ. (Plutarch, Camillus, chapter 40 4:1)
(플루타르코스, Camillus, chapter 40 4:1)
- καὶ καθάπερ Λαομέδοντα τὸν Ὀρχομένιον λέγουσι καχεξίαν τινὰ σπληνὸσ ἀμυνόμενον δρόμοισ μακροῖσ χρῆσθαι τῶν ἰατρῶν κελευσάντων, εἶθ’ οὕτωσ διαπονήσαντα τὴν ἕξιν ἐπιθέσθαι τοῖσ στεφανίταισ ἀγῶσι καὶ τῶν ἄκρων γενέσθαι δολιχοδρόμων, οὕτωσ τῷ Δημοσθένει συνέβη τὸ πρῶτον ἐπανορθώσεωσ ἕνεκα τῶν ἰδίων ἀποδύντι πρὸσ τὸ λέγειν, ἐκ τούτου κτησαμένῳ δεινότητα καὶ δύναμιν ἐν τοῖσ πολιτικοῖσ ἤδη καθάπερ στεφανίταισ ἀγῶσι πρωτεύειν τῶν ἀπὸ τοῦ βήματοσ ἀγωνιζομένων πολιτῶν. (Plutarch, Demosthenes, chapter 6 2:1)
(플루타르코스, Demosthenes, chapter 6 2:1)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)