μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ὦ Πανὸσ θακήματα καὶ παραυλίζουσα πέτρα μυχώδεσι Μακραῖσ, ἵνα χοροὺσ στείβουσι ποδοῖν Ἀγλαύρου κόραι τρίγονοι στάδια χλοερὰ πρὸ Παλλάδοσ ναῶν, συρίγγων ὑπ’ αἰόλασ ἰαχᾶσ ὕμνων, ὅτ’ ἀναλίοισ συρίζεισ, ὦ Πάν, τοῖσ σοῖσιν ἐν ἄντροισ, ἵνα τεκοῦσά τισ Φοίβῳ παρθένοσ, ὦ μελέα, βρέφοσ, πτανοῖσ ἐξόρισεν θοίναν θηρσί τε φοινίαν δαῖτα, πικρῶν γάμων ὕβριν· (Euripides, Ion, choral, epode1)
(에우리피데스, Ion, choral, epode1)
- "κατεσκεύασεν δ’ ὁ Φιλοπάτωρ καὶ ποτάμιον πλοῖον, τὴν θαλαμηγὸν καλουμένην, τὸ μῆκοσ ἔχουσαν ἡμισταδίου, τὸ δὲ εὖροσ ᾗ πλατύτατον λ’ πηχῶν τὸ δὲ ὕψοσ σὺν τῷ τῆσ σκηνῆσ ἀναστήματι μικρὸν ἀπέδει τεσσαράκοντα πηχῶν, τὸ δὲ σχῆμα αὐτῆσ οὔτε ταῖσ μακραῖσ ναυσὶν οὔτε ταῖσ στρογγύλαισ ἐοικόσ, ἀλλὰ παρηλλαγμένον τι καὶ πρὸσ τὴν χρείαν τοῦ ποταμοῦ τὸ βάθοσ, κάτωθεν μὲν γὰρ ἁλιτενὴσ καὶ πλατεῖα, τῷ δ’ ὄγκῳ μετέωροσ τὰ δ’ ἐπὶ τῶν ἄκρων αὐτῆσ μέρη καὶ μάλιστα τὰ κατὰ πρῷραν παρέτεινεν ἐφ’ ἱκανόν, τῆσ ἀνακλάσεωσ εὐγράμμου φαινομένησ, δίπρῳροσ δ’ ἐγεγόνει καὶ δίπρυμνοσ καὶ πρὸσ ὕψοσ ἀνέτεινε διὰ τὸ μετέωρον ἄγαν ἵστασθαι πολλάκισ ἐν τῷ ποταμῷ τὸ κῦμα. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3718)
(아테나이오스, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 3718)
- καὶ λαβὼν ὅσουσ ὑπώπτευε μάλιστα τῶν πολιτῶν ἐναντιώσεσθαι πρὸσ τὴν πρᾶξιν, Ἡραίαν καὶ Ἀλσαίαν τὰσ πόλεισ ταττομένασ ὑπὸ τοῖσ Ἀχαιοῖσ εἷλε, καὶ σῖτον εἰσήγαγεν Ὀρχομενίοισ, καὶ Μαντινείᾳ παρεστρατοπέδευσε, καὶ ὅλωσ ἄνω καὶ κάτω μακραῖσ πορείαισ ἀποτρύσασ τοὺσ Λακεδαιμονίουσ ἀπέλιπεν αὐτῶν δεηθέντων τοὺσ πολλοὺσ ἐν Ἀρκαδίᾳ, τοὺσ δὲ μισθοφόρουσ ἔχων αὐτὸσ ἐπὶ τὴν Σπάρτην ἐχώρει. (Plutarch, Cleomenes, chapter 7 3:2)
(플루타르코스, Cleomenes, chapter 7 3:2)
- ἐν δὲ τῇ στρατείᾳ τὴν δύναμιν διεπόνει καθ’ ὁδὸν ἐξασκῶν δρόμοισ τε παντοδαποῖσ καὶ μακραῖσ ὁδοιποίαισ, ἑαυτῷ δὲ ἀχθοφορεῖν ἀναγκάζων καὶ αὐτουργεῖν τὰ πρὸσ τὴν δίαιταν, ὥστε καὶ μετὰ ταῦτα τοὺσ φιλοπόνουσ καὶ σιωπῇ μετ’ εὐκολίασ τὰ προστασσόμενα ποιοῦντασ ἡμιόνουσ Μαριανοὺσ καλεῖσθαι. (Plutarch, Caius Marius, chapter 13 1:1)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 13 1:1)
- καὶ γὰρ ἦσαν ὑπὲρ τοῦ μὴ διασπᾶσθαι τὴν τάξιν οἱ πρόμαχοι μακραῖσ ἁλύσεσι πρὸσ ἀλλήλουσ συνεχόμενοι διὰ τῶν ζωστήρων ἀναδεδεμέναισ· (Plutarch, Caius Marius, chapter 27 1:2)
(플루타르코스, Caius Marius, chapter 27 1:2)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)