Ancient Greek-English Dictionary Language

λαμπρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λαμπρός λαμπρή λαμπρόν

Structure: λαμπρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: la/mpw

Sense

  1. bright, brilliant, radiant
  2. bright
  3. bright, limpid
  4. clear, sonorous, distinct
  5. a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
  6. clear, manifest, decisive, without concealment
  7. well-known, illustrious, magnificent, munificent
  8. bright, joyous
  9. splendid, brilliant, most splendidly

Examples

  • καὶ σπεύδει τισ εἰσ τὴν πατρίδα, κἂν νησιώτησ ᾖ, κἂν παρ’ ἄλλοισ εὐδαιμονεῖν δύνηται, καὶ διδομένην ἀθανασίαν οὐ προσήσεται, προτιμῶν τὸν ἐπὶ τῆσ πατρίδοσ τάφον, καὶ ὁ τῆσ πατρίδοσ αὐτῷ καπνὸσ λαμπρότεροσ ὀφθήσεται τοῦ παρ’ ἄλλοισ πυρόσ. (Lucian, Patriae Encomium, (no name) 11:1)
  • λαμπρότεροσ ἢ πρὶν καὶ διειπετέστεροσ. (Euripides, episode 3:18)
  • τῆσ δ’ ὅλησ πολιτείασ τῇ μὲν ἀρχῇ λαμπρότεροσ ὁ Σόλων· (Plutarch, Comparison of Solon and Publicola, chapter 3 2:2)
  • ’ τῷ δὲ λειπομένῳ πάλιν ἐνθυμητέον, ὡσ οὐχ εἷσ οὐδὲ μόνοσ αὐτοῦ πλουσιώτεροσ ἢ λογιώτεροσ ἢ λαμπρότεροσ εἰσ δόξαν ὁ ἀδελφόσ ἐστιν, ἀλλὰ πολλάκισ πολλῶν ἀπολείπεται καὶ μυριάκισ μυρίων, εὐρυεδοῦσ ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα χθονόσ· (Plutarch, De fraterno amore, section 142)
  • εἷσ οὐδὲ μόνοσ αὐτοῦ πλουσιώτεροσ ἢ λογιώτεροσ ἢ λαμπρότεροσ εἰσ δόξαν ὁ ἀδελφόσ ἐστιν, ἀλλὰ πολλάκισ πολλῶν ἀπολείπεται καὶ μυριάκισ μυρίων εὐρυεδοῦσ ὅσοι καρπὸν αἰνύμεθα χθονόσ. (Plutarch, De fraterno amore, section 14 1:1)

Synonyms

  1. bright

  2. bright

  3. clear

  4. well-known

  5. bright

  6. splendid

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION