- Greek-English Dictionary

Ancient Greek-English Dictionary Language

εὐφεγγής?

Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration: euphengēs

Principal Part: εὐφεγγής εὐφεγγές

Structure: εὐφεγγη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: φέγγος

Sense

  1. bright, brilliant

Examples

  • τὸ γὰρ ἐν τοῖς κοινοῖς καινὰ ἐπινοῆσαι κάλλους δείγματα, οὐ μικρᾶς σοφίας ἔγωγε τίθεμαι, οἱο῀ν καὶ τόδε τὸ ἔργον ὁ θαυμάσιος ἡμῖν Ἱππίας ἐπεδείξατο πάσας ἔχον τὰς βαλανείου ἀρετάς, τὸ χρήσιμον, τὸ εὔκαιρον, τὸ εὐφεγγές, τὸ σύμμετρον, τὸ τῷ τόπῳ ἡρμοσμένον, τὸ τὴν χρείαν ἀσφαλῆ παρεχόμενον, καὶ : (Lucian, (no name) 8:3)
  • πενταέθλοισιν γὰρ ἐνέπρεπεν ὡς ἄστρων διακρίνει φάη νυκτὸς διχομήνιδος εὐφεγγὴς σελάνα: (Bacchylides, , epinicians, ode 9 4:1)
  • "ὃ τὸν καρπὸν φέρει στρογγύλον ἐπί τινων κλωνίων περιφερῶν, ἀνθεῖ δ οὗτος ὅταν ὡρ´α ᾖ, καὶ ἐστὶ τῷ χρώματι τὸ ἄνθος καὶ καὶ εὐφεγγές. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 25 2:3)
  • ἐπεί γε μέντοι λευκόπωλος ἡμέρα πᾶσαν κατέσχε γαῖαν εὐφεγγὴς ἰδεῖν, πρῶτον μὲν ἠχῇ κέλαδος Ἑλλήνων πάρα μολπηδὸν ηὐφήμησεν, ὄρθιον δ ἅμα ἀντηλάλαξε νησιώτιδος πέτρας ἠχώ: (Aeschylus, Persians, episode 2:12)

Synonyms

  1. bright

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION