λαμπρός
First/Second declension Adjective;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
λαμπρός
λαμπρή
λαμπρόν
Structure:
λαμπρ
(Stem)
+
ος
(Ending)
Sense
- bright, brilliant, radiant
- bright
- bright, limpid
- clear, sonorous, distinct
- a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
- clear, manifest, decisive, without concealment
- well-known, illustrious, magnificent, munificent
- bright, joyous
- splendid, brilliant, most splendidly
Declension
First/Second declension
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- Λαμπρὰ καὶ ἀμάραντόσ ἐστιν ἡ σοφία και εὐχερῶσ θεωρεῖται ὑπὸ τῶν ἀγαπώντων αὐτὴν καὶ εὑρίσκεται ὑπὸ τῶν ζητούντων αὐτήν, (Septuagint, Liber Sapientiae 6:12)
- ὅλοσ γὰρ ὁ κόσμοσ λαμπρῷ καταλάμπετο φωτὶ καὶ ἀνεμποδίστοισ συνείχετο ἔργοισ. (Septuagint, Liber Sapientiae 17:20)
- κρείσσων βίοσ πτωχοῦ ὑπὸ σκέπην δοκῶν ἢ ἐδέσματα λαμπρὰ ἐν ἀλλοτρίοισ. (Septuagint, Liber Sirach 29:21)
- λαμπρὰ καρδία καὶ ἀγαθὴ ἐπὶ ἐδέσμασι τῶν βρωμάτων αὐτῆσ ἐπιμελήσεται. (Septuagint, Liber Sirach 30:25)
- λαμπρὸν ἐπ̓ ἄρτοισ εὐλογήσει χείλη, καὶ μαρτυρία τῆσ καλλονῆσ αὐτοῦ πιστή. (Septuagint, Liber Sirach 31:23)
- ἧκεν οὖν εἰσ τοὺσ Δελφοὺσ τοῖσ τε ἄλλοισ λαμπρὸσ καὶ δὴ καὶ ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενοσ καὶ στέφανον δάφνησ χρυσῆσ κάλλιστον, ὡσ ἀντὶ καρποῦ τῆσ δάφνησ σμαράγδουσ εἶναι ἰσομεγέθεισ τῷ καρπῷ· (Lucian, Adversus indoctum et libros multos ementem, (no name) 8:4)
- εἰσβαλὼν οὖν ὁ Ἀλέξανδροσ μετὰ τοιαύτησ τραγῳδίασ διὰ πολλοῦ εἰσ τὴν πατρίδα περίβλεπτόσ τε καὶ λαμπρὸσ ἦν, μεμηνέναι προσποιούμενοσ ἐνίοτε καὶ ἀφροῦ ὑποπιμπλάμενοσ τὸ στόμα ῥᾳδίωσ δὲ τοῦτο ὑπῆρχεν αὐτῷ, στρουθίου τῆσ βαφικῆσ βοτάνησ τὴν ῥίζαν διαμασησαμένῳ τοῖσ δὲ θεῖόν τι καὶ φοβερὸν ἐδόκει καὶ ὁ ἀφρόσ. (Lucian, Alexander, (no name) 12:1)
- "τίνοσ ἕνεκα, ὦ θεοί, ἢ τίσ ὁ λαμπρὸσ οὗτοσ μισθόσ ἐστιν; (Lucian, De mercede, (no name) 30:3)
- καὶ ταῦθ’ ὁ χρῄζων λαμπρόσ ἐσθ’, ὁ μὴ θέλων σιγᾷ. (Euripides, Suppliants, episode 2:9)
- οὐκ ἐν λόγοισ ἦν λαμπρόσ, ἀλλ’ ἐν ἀσπίδι δεινὸσ σοφιστήσ, πολλά τ’ ἐξευρεῖν σοφά. (Euripides, Suppliants, episode 1:8)
Synonyms
-
bright
-
bright
- εὐάγητος (bright)
- φανός (light, bright, brightness)
- ἀγλαέθειρος (bright-haired)
- πυριλαμπής (bright with fire)
- ἀνθινός (bright-coloured)
- ἀνθηρός (bright-coloured, bright, brightness)
- ὑπέρλαμπρος (exceeding bright)
- φιαρός (shining, bright)
- φωτεινός (shining, bright)
- φαιδρός (bright, beaming)
- στρέπταιγλος (whirling-bright)
- γλαυκός (gleaming, bright.)
- λιπαρόζωνος (bright-girdled)
- πυραυγής (fiery bright)
- φανός (bright, joyous)
- λιπαρόθρονος (bright-throned)
- εὐφεγγής (bright, brilliant)
- φοῖβος (bright, radiant)
-
clear
-
well-known
- κλεινός (famous, renowned, illustrious)
-
bright
-
splendid