헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

καθήκω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: καθήκω καθήξω

형태분석: κατ (접두사) + ή̔κ (어간) + ω (인칭어미)

  1. 만나다, 맞다, 맞추다, 접하다, 마중하다, 적당하다
  1. to have come or gone down
  2. to come down to, come or reach to
  3. to have come to, came
  4. is come, [the time], comes
  5. to be meet, fit, proper, the regular, proper
  6. it belongs to, beseems, duty it is, that which is meet, fit or proper, one's due or duty, the present state of things, circumstances

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθήκω

καθήκεις

καθήκει

쌍수 καθήκετον

καθήκετον

복수 καθήκομεν

καθήκετε

καθήκουσιν*

접속법단수 καθήκω

καθήκῃς

καθήκῃ

쌍수 καθήκητον

καθήκητον

복수 καθήκωμεν

καθήκητε

καθήκωσιν*

기원법단수 καθήκοιμι

καθήκοις

καθήκοι

쌍수 καθήκοιτον

καθηκοίτην

복수 καθήκοιμεν

καθήκοιτε

καθήκοιεν

명령법단수 καθήκε

καθηκέτω

쌍수 καθήκετον

καθηκέτων

복수 καθήκετε

καθηκόντων, καθηκέτωσαν

부정사 καθήκειν

분사 남성여성중성
καθηκων

καθηκοντος

καθηκουσα

καθηκουσης

καθηκον

καθηκοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 καθήκομαι

καθήκει, καθήκῃ

καθήκεται

쌍수 καθήκεσθον

καθήκεσθον

복수 καθηκόμεθα

καθήκεσθε

καθήκονται

접속법단수 καθήκωμαι

καθήκῃ

καθήκηται

쌍수 καθήκησθον

καθήκησθον

복수 καθηκώμεθα

καθήκησθε

καθήκωνται

기원법단수 καθηκοίμην

καθήκοιο

καθήκοιτο

쌍수 καθήκοισθον

καθηκοίσθην

복수 καθηκοίμεθα

καθήκοισθε

καθήκοιντο

명령법단수 καθήκου

καθηκέσθω

쌍수 καθήκεσθον

καθηκέσθων

복수 καθήκεσθε

καθηκέσθων, καθηκέσθωσαν

부정사 καθήκεσθαι

분사 남성여성중성
καθηκομενος

καθηκομενου

καθηκομενη

καθηκομενης

καθηκομενον

καθηκομενου

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅταν οὖν ὁ τῆσ ἑορτῆσ καθήκῃ χρόνοσ, ὑπατεύοντοσ ἢ στρατηγοῦντοσ ἀνδρόσ, αὐτὸσ μὲν ἐξίσταται καὶ πᾶν τὸ ἄρρεν, ἡ δὲ γυνὴ τὴν οἰκίαν παραλαβοῦσα διακοσμεῖ, καὶ τὰ μέγιστα νύκτωρ τελεῖται, παιδιᾶσ ἀναμεμιγμένησ ταῖσ παννυχίσι καὶ μουσικῆσ ἅμα πολλῆσ παρούσησ. (Plutarch, Caesar, chapter 9 4:1)

    (플루타르코스, Caesar, chapter 9 4:1)

  • ῥηθέντων δὲ τῶν λόγων, ὅταν καθήκῃ τὰσ γνώμασ ἐρωτᾶν, μήτ’ ἀπ’ ἐμοῦ ἄρξησθε μήτ’ ἀπὸ κοιντίου τουδὶ μήτ’ ἀπ’ ἄλλου τῶν πρεσβυτέρων μηδενόσ, ἀλλ’ ἀπὸ τοῦ φιλοδημοτάτου τῶν βουλευτῶν Λευκίου Οὐαλερίου, καὶ μετὰ τοῦτον ἀξιοῦτε Ὁράτιον εἴ τι βούλεται λέγειν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 56 5:4)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 56 5:4)

  • ὅταν δὲ τελῶσιν οὗτοι τὴν ἀρχὴν καὶ καθήκῃ νέασ ἀρχὰσ ἀποδείκνυσθαι, τὴν βουλὴν καὶ τὸν δῆμον αὖθισ συνελθόντασ διαγνῶναι, πότερον ὑπάτουσ ἢ χιλιάρχουσ βούλονται παραλαβεῖν τὴν ἀρχήν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 60 7:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 11, chapter 60 7:2)

  • εἶτ’ ἐκκλησίαν ποιῆσαι, καὶ ταύτην ὅταν ἐκ τῶν νόμων καθήκῃ. (Demosthenes, Speeches 11-20, 244:3)

    (데모스테네스, Speeches 11-20, 244:3)

  • πρῶτον μὲν γὰρ ἅπαντα ὀφείλουσι τὰ τῶν προγόνων οὐχ ἧττον αὐτῶν ἐκείνων εἰσ οὓσ ἄν ποτε καθήκῃ τὸ γένοσ. (Dio, Chrysostom, Orationes, 81:2)

    (디오, 크리소토모스, 연설, 81:2)

유의어

  1. to have come or gone down

  2. to come down to

  3. to have come to

  4. is come

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION