εἰσαφικνέομαι
ε 축약 동사;
이상동사
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
εἰσαφικνέομαι
εἰσαφίξομαι
εἰσαφικόμην
형태분석:
εἰς
(접두사)
+
ἀπ
(접두사)
+
ἱκνέ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
뜻
- to come into or to, reach or arrive at
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- πολὺ γὰρ ἂν καὶ αὕτη αἱρεθεῖσα ἡ ἀρχὴ προσφιλεστέραν καὶ οἰκειοτέραν εἰσαφικνεῖσθαι πᾶσιν ἀνθρώποισ ποιήσειε τὴν πόλιν. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 2:2)
(크세노폰, Minor Works, , chapter 5 2:2)
- πολλοῦ γε δέουσι μαίνεσθαι, ὦ Σώκρατεσ, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον οἱ τούτοισ διδόντεσ ἀργύριον τῶν νέων, τούτων δ’ ἔτι μᾶλλον οἱ τούτοισ ἐπιτρέποντεσ, οἱ προσήκοντεσ, πολὺ δὲ μάλιστα πάντων αἱ πόλεισ, ἐῶσαι αὐτοὺσ εἰσαφικνεῖσθαι καὶ οὐκ ἐξελαύνουσαι, εἴτε τισ ξένοσ ἐπιχειρεῖ τοιοῦτόν τι ποιεῖν εἴτε ἀστόσ. (Plato, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 135:3)
(플라톤, Euthydemus, Protagoras, Gorgias, Meno, 135:3)
- τὸ δὲ τρίτον δημιουργοῖσ τε καὶ πάντωσ τοῖσ ξένοισ, οἵ τέ τινεσ αὖ τῶν μετοικούντων ὦσι συνοικοῦντεσ τροφῆσ ἀναγκαίου δεόμενοι, καὶ ὅσοι χρείᾳ τινὶ πόλεωσ ἤ τινοσ ἰδιωτῶν εἰσαφικνοῦνται ἑκάστοτε, πάντων τῶν ἀναγκαίων ἀπονεμηθὲν τρίτον μέροσ ὤνιον ἐξ ἀνάγκησ ἔστω τοῦτο μόνον, τῶν δὲ δύο μερῶν μηδὲν ἐπάναγκεσ ἔστω πωλεῖν. (Plato, Laws, book 8 132:1)
(플라톤, Laws, book 8 132:1)
유의어
-
to come into or to
- ἱκάνω (도착하다, 도달하다, 오다)
- ἐξικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- ἀφικνέομαι (도착하다, 도달하다, 닿다)
- προσκυρέω (닿다, 도달하다, 도착하다)
- ἀφικάνω (도착하다, 닿다, 달성하다)
- προσήκω (도달하다, 닿다, 출석하다)
- διέρχομαι (도착하다, 닿다, 달성하다)
- καθήκω (to come down to, come or reach to)
- ἀνήκω (to have come up to, reach up to, reaching up)
- ἀφικνέομαι (to come into)
- ἐξικνέομαι (완성하다, 수행하다, 완료하다)
- προσικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- ἅπτω ( 도달하다, 얻다, 획득하다)
파생어
- ἀφικνέομαι (도착하다, 도달하다, 닿다)
- διικνέομαι (도달하다, 닿다, 도착하다)
- εἰσικνέομαι (들어가다, 입장하다, 뚫다)
- ἐξικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- ἐφικνέομαι (찾다, 겨누다, 겨냥을 하다)
- ἱκνέομαι (오다, 되다, 도착하다)
- καθικνέομαι (닿다, 도달하다, 도착하다)
- προαφικνέομαι (앞에 나타나다, 기대하다)
- προσαφικνέομαι (도착하다, 닿다, 달성하다)
- προσικνέομαι (도달하다, 도착하다, 닿다)
- συνικνέομαι (호기심을 품게 하다, 흥미를 갖게 하다, 주의를 끌다)