ἁρπάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρπάζω
ἁρπάξω
ἥρπαξα
ἥρπακα
ἥρπασμαι
ἡρπάχθην
Structure:
ἁρπάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: From Root ARP, come also a(/rph, A(/rpuiai, cf. Lat. rapio.
Sense
- to snatch away, carry off
- to seize hastily, snatch up
- to seize, overpower
- to plunder
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπληθύνθησαν ὑπὲρ τὰσ τρίχασ τῆσ κεφαλῆσ μου οἱ μισοῦντέσ με δωρεάν, ἐκραταιώθησαν οἱ ἐχθροί μου οἱ ἐκδιώκοντέσ με ἀδίκωσ. ἃ οὐχ ἥρπαζον, τότε ἀπετίννυον. (Septuagint, Liber Psalmorum 68:5)
- ἡρ́παζον μὲν ἐκ δόμων τέκνα· (Euripides, episode, trochees 8:9)
- ἐπεὶ οἱ πρῶτοι ἄνθρωποι, οἷσ δὴ οὐ παρῆν ἄφθονοσ τροφή ἄρτι φαινομένησ ἀθρόον ἐπ’ αὐτὴν ἰόντεσ βίᾳ ἡρ́παζον καὶ ἀφῃροῦντο τοὺσ ἔχοντασ, καὶ μετὰ τῆσ ἀκοσμίασ ἐγίνοντο καὶ φόνοι. (Athenaeus, The Deipnosophists, book 1, chapter 21 1:2)
- ὥστε τὰ πολλὰ ἐκεῖνα καὶ καταβλητικὰ τοῦ μεγέθουσ τῆσ Ἑλλάδοσ οὐκ ἀναγκαίωσ αὐτῷ παρέλκεσθαι, ὅτι κατὰ τὸν Τρωικὸν πόλεμον οὔπω σύμπασα ἐκαλεῖτο ἑνὶ ὀνόματι ἡ Ἑλλάσ, καὶ ὅτι περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ’ ἀλλήλουσ οἱ τροφῆσ ἀπορούμενοι ἤρξαντο καὶ προσπίπτοντεσ πόλεσιν ἀτειχίστοισ καὶ κατὰ κώμασ οἰκουμέναισ ἡρ́παζον καὶ τὸ πλεῖστον τοῦ βίου ἐντεῦθεν ἐποιοῦντο. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 19 3:1)
- ἅμα γὰρ τῷ παρελθεῖν εἰσ τὴν πόλιν οἱ μὲν στρατιῶται διασπαρέντεσ ἐν ταῖσ οἰκίαισ ἦσαν, ἐξωθοῦντεσ ἀλλήλουσ καὶ διαμαχόμενοι περὶ τῶν χρημάτων, ἡγεμόνεσ δὲ καὶ λοχαγοὶ τὰσ γυναῖκασ καὶ τὰσ θυγατέρασ τῶν Πελληνέων περιιόντεσ ἡρ́παζον, καὶ τὰ κράνη τὰ αὑτῶν ἀφαιροῦντεσ ἐκείναισ περιετίθεσαν τοῦ μηδένα λαβεῖν ἄλλον, ἀλλὰ τῷ κράνει δῆλον εἶναι τὸν δεσπότην ἑκάστησ· (Plutarch, Aratus, chapter 31 3:1)
Synonyms
-
to snatch away
-
to seize
-
to plunder
Derived
- ἀναρπάζω (to snatch up, to snatch away, carry off)
- ἀφαρπάζω (to tear off or from, to snatch away, steal from)
- διαρπάζω (to tear in pieces, to efface, to spoil)
- ἐξαναρπάζω (to snatch away)
- ἐξαρπάζω (to snatch away from, to rescue, the captured ones)
- καθαρπάζω (to snatch down)
- παραρπάζω (to filch away)
- προαρπάζω (to snatch away before, to snap at, anticipate hastily)
- συναρπάζω (to seize and carry clean away, to seize and pin, together)
- ὑφαρπάζω (to snatch away from under, to take away underhand, filch away)