ἁρπάζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἁρπάζω
ἁρπάξω
ἥρπαξα
ἥρπακα
ἥρπασμαι
ἡρπάχθην
Structure:
ἁρπάζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: From Root ARP, come also a(/rph, A(/rpuiai, cf. Lat. rapio.
Sense
- to snatch away, carry off
- to seize hastily, snatch up
- to seize, overpower
- to plunder
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐκ τούτου περιστεραὶ καὶ φάσσαι καὶ τρυγόνεσ καθ’ ὅλην ἐξίπταντο τὴν ὁδόν, λημνίσκοισ τοὺσ πόδασ δεδεμέναι πρὸσ τὸ ῥᾳδίωσ ὑπὸ τῶν θεωμένων ἁρπάζεσθαι. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 312)
- διαπεραιωθεῖσαν δ’ εἰσ Μίλητον κατά τινα Ἀρτέμιδοσ ἑορτὴν καὶ μέλλουσαν ἁρπάζεσθαι εὐλαβηθεῖσαν Πομπίλον τινὰ θαλασσουργὸν ἄνθρωπον καθικετεῦσαι ὄντα πατρῷον φίλον, ὅπωσ αὐτὴν εἰσ τὴν πατρίδα διασώσῃ, λέγουσαν τάδε· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 7, book 7, chapter 19 1:3)
- ἐγὼ γάρ εἰμι ὁ καὶ ὑμᾶσ αὐτὰσ σῴζων ὥστε μήτε ὑπ’ ἀνθρώπων κλέπτεσθαι μήτε ὑπὸ λύκων ἁρπάζεσθαι· (Xenophon, Memorabilia, , chapter 7 16:3)
- ὡσ δ’ αὐτῷ πάντ’ ἦν εὐτρεπῆ, τοῖσ μὲν στρατιώταισ παρήγγειλεν ἀπαντᾶν ἅμ’ ἡμέρᾳ εἰσ τὸ Τιμολεόντιον, αὐτὸσ δὲ μεταπεμπόμενοσ τοὺσ περὶ Πείσαρχον καὶ Διοκλέα, τοὺσ δοκοῦντασ προεστάναι τῆσ τῶν ἑξακοσίων ἑταιρίασ, ὡσ περί τινων κοινῇ συμφερόντων διαλεξόμενοσ, ἐπειδὴ παρεγένοντο παραλαβόντεσ τῶν φίλων εἰσ τεσσαράκοντα, προσποιηθεὶσ ἑαυτὸν ἐπιβουλεύεσθαι συνελάμβανεν ἅπαντασ καὶ κατηγόρησε μὲν αὐτῶν ἐν τοῖσ στρατιώταισ, φήσασ ὑπὸ τῶν ἑξακοσίων ἁρπάζεσθαι διὰ τὴν πρὸσ τὸν δῆμον εὔνοιαν, καὶ κατωδύρετο τὴν περὶ αὐτὸν τύχην. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 19, chapter 6 4:1)
Synonyms
-
to snatch away
-
to seize
-
to plunder
Derived
- ἀναρπάζω (to snatch up, to snatch away, carry off)
- ἀφαρπάζω (to tear off or from, to snatch away, steal from)
- διαρπάζω (to tear in pieces, to efface, to spoil)
- ἐξαναρπάζω (to snatch away)
- ἐξαρπάζω (to snatch away from, to rescue, the captured ones)
- καθαρπάζω (to snatch down)
- παραρπάζω (to filch away)
- προαρπάζω (to snatch away before, to snap at, anticipate hastily)
- συναρπάζω (to seize and carry clean away, to seize and pin, together)
- ὑφαρπάζω (to snatch away from under, to take away underhand, filch away)