ὑβρίζω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ὑβρίζω
Structure:
ὑβρίζ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to wax wanton, run riot
- to neigh or bray and prance about
- to treat, despitefully, to outrage, insult, affront, maltreat, to commit an outrage, to exult
- to commit, outrages
- to do, a personal outrage, to maltreat, assault, of ill-treatment, outrages
- arrogant, ostentatious
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ῥήτωρ γάρ τισ, ὥσ φασιν, ὤν, ἀπολιπὼν τὰ δικαστήρια καὶ τὰσ ἐν ἐκείνοισ εὐδοκιμήσεισ, ὁπόσον ἢ δεινότητοσ ἢ ἀκμῆσ ἐπεπόριστο ἐν τοῖσ λόγοισ, τοῦτο πᾶν ἐφ’ ἡμᾶσ συσκευασάμενοσ οὐ παύεται αὐτὸσ ^ μὲν ἀγορεύων κακῶσ γόητασ καὶ ἀπατεῶνασ ἀποκαλῶν, τὰ πλήθη δὲ ἀναπείθων καταγελᾶν ἡμῶν καὶ καταφρονεῖν ὡσ τὸ μηδὲν ὄντων μᾶλλον δὲ καὶ μισεῖσθαι πρὸσ τῶν πολλῶν ἤδη πεποίηκεν αὐτούσ τε ἡμᾶσ καὶ σὲ τὴν Φιλοσοφίαν, φληνάφουσ καὶ λήρουσ ἀποκαλῶν τὰ σὰ καὶ τὰ σπουδαιότατα ὧν ἡμᾶσ ἐπαίδευσασ ἐπὶ χλευασμῷ διεξιών, ὥστε αὐτὸν μὲν κροτεῖσθαι καὶ ἐπαινεῖσθαι πρὸσ τῶν θεατῶν, ἡμᾶσ δὲ ὑβρίζεσθαι. (Lucian, Piscator, (no name) 25:3)
- "’ διεξήρχοντό τε τοῦ διαλόγου τὰ πολλὰ τὸν τρόπον τοῦτον, ὡσ ἄχθεσθαι μὲν τοὺσ εὐωχουμένουσ, ὑβρίζεσθαι δὲ τὸν πάνσοφον ἐκεῖνον ἄνθρωπον ὁσημέραι, καὶ διὰ τοῦτο πολλοὺσ τῶν καθαρείων ἐξόμνυσθαι τὰσ παρ’ ἐκείνῳ ἑστιάσεισ, οἱ δὲ ἡμέτεροι οὗτοι ἅμα ἴσωσ ταῦτ’ ἐκμανθάνοντεσ οὐκ ὀλίγην ὑμῖν θυμηδίαν παρέχουσιν. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 9, book 9, chapter 28 2:4)
- ὅταν δὲ μὴ ὑβρίζωνται, τόθ’ ὑβρίζεσθαι δοκοῦντεσ, ὅτι μάτην παρατρέφονται. (Plutarch, De liberis educandis, section 17 15:1)
- μόνουσ ἡγούμενοσ καταγελᾶσθαι τοὺσ ἐνδιδόντασ καὶ πρὸσ τὰ τοιαῦτα διαταραττομένουσ, οὕτω Φάβιοσ ἔφερεν ἀπαθῶσ καὶ ῥᾳδίωσ ὅσον ἐπ’ αὐτῷ τὰ γινόμενα, συμβαλλόμενοσ ἀπόδειξιν τῶν φιλοσόφων τοῖσ ἀξιοῦσι μήτε ὑβρίζεσθαι μήτε ἀτιμοῦσθαι τὸν ἀγαθὸν ἄνδρα καὶ σπουδαῖον. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 10 1:3)
- τῶν δὲ πρεσβυτέρων δυσχεραινόντων καὶ λοιδορούντων τόν τε ποιητὴν καὶ τόν ᾄδοντα, τοῦ δὲ Ἀλεξάνδρου καὶ τῶν περὶ αὐτὸν ἡδέωσ ἀκροωμένων καὶ λέγειν κελευόντων, ὁ Κλεῖτοσ ἤδη μεθύων καὶ φύσει τραχὺσ ὢν ὀργὴν καὶ αὐθάδησ ἠγανάκτει μάλιστα, φάσκων οὐ καλῶσ ἐν βαρβάροισ καὶ πολεμίοισ ὑβρίζεσθαι Μακεδόνασ πολὺ βελτίονασ τῶν γελώντων, εἰ καὶ δυστυχίᾳ κέχρηνται. (Plutarch, Alexander, chapter 50 5:1)
Synonyms
-
to wax wanton
- στρηνιάω (to run riot, wax wanton)
- τρυφάω (to be licentious, revel, run riot)
- σπαργάω (to wax wanton, be insolent)
- ἐξυβρίζω (to break out into insolence, to run riot, wax wanton)
-
to neigh or bray and prance about
-
to treat
- καθυβρίζω (to treat despitefully, to insult or affront wantontly, to wax wanton)
-
to commit
Derived
- ἀνθυβρίζω (to abuse one another, abuse in turn)
- ἀφυβρίζω (to give loose)
- ἐνυβρίζω (to insult or mock, in)
- ἐξυβρίζω (to break out into insolence, to run riot, wax wanton)
- ἐφυβρίζω (to insult over, they used insulting language, to exult maliciously over)
- καθυβρίζω (to treat despitefully, to insult or affront wantontly, to wax wanton)
- περιυβρίζω (to treat very ill, to insult wantonly, to be so treated)
- προσυβρίζω (to maltreat besides)