τρέπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
τρέπω
Structure:
τρέπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ δοθέντοσ εἰσ ἅπαντασ τοῦ παραγγέλματοσ καθίστασθαι πρὸσ τοὺσ πολεμίουσ, ἥ τε φάλαγξ ὄψιν ἔσχεν αἰφνιδίωσ ἑνὸσ ζῴου θυμοειδοῦσ πρὸσ ἀλκὴν τρεπομένου καὶ φρίξαντοσ, τοῖσ τε βαρβάροισ τότε παρέστη λογισμόσ, ὡσ πρὸσ ἄνδρασ ὁ ἀγὼν ἔσοιτο μαχουμένουσ ἄχρι θανάτου. (Plutarch, , chapter 18 2:2)
- πότερον τοῦ ἀέροσ εἰσ νέφη τρεπομένου καὶ σκυθρωπάζοντοσ ἐπὶ τοῖσ εἰσιοῦσιν; (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 39 2:2)
- πότερον τοῦ ἀέροσ εἰσ νέφη τρεπομένου καὶ σκυθρωπάζοντοσ ἐπὶ τοῖσ εἰσιοῦσιν, ἢ ὅτι θανατοῦται μὲν ὁ ἐμβάσ, τῶν δ’ ἀποθανόντων οἱ Πυθαγορικοὶ λέγουσι τὰσ; (Plutarch, Quaestiones Graecae, section 39 6:2)
- ἔνιοι δ’ ἱστοροῦσι, πεῖραν αὐτῆσ ἐπὶ πλέον λαμβάνοντεσ, ἂν ἐκπέσῃ ζῶσα, κατασκεδαννύντεσ ὕδωρ ἄνωθεν, αἰσθάνεσθαι τοῦ πάθουσ ἀνατρέχοντοσ ἐπὶ τὴν χεῖρα καὶ τὴν ἁφὴν ἀμβλύνοντοσ ὡσ ἐοίκε διὰ τοῦ ὕδατοσ τρεπομένου καὶ προπεπονθότοσ. (Plutarch, De sollertia animalium, chapter, section 27 2:1)
- ἐμοὶ δὲ δοκέει αὐτέου τοῦ πνεύματοσ μούνου τὸ κακὸν ἔμμεναι, τροπὴν πονηρὴν ἐσ τὸ θερμότα τον καὶ ξηρότατον τρεπομένου, ἄνευθεν τοῦ σώματόσ τινοσ φλεγμον ῆσ. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., , 61)
Derived
- ἀνατρέπω (to turn up or over, overturn, upset)
- ἀποτρέπω (to turn, away from, to turn away)
- διατρέπω (to turn away from, to be turned from one's purpose, to be perplexed)
- ἐκτρέπω (to turn out of the course, to turn aside, to turn aside from)
- ἐντρέπω (to turn about, to alter, to turn about)
- ἐπιτρέπω (to turn towards, inclined itself, to turn over to)
- μετατρέπομαι (to turn oneself round, turn round, to look back to)
- παρατρέπω (to turn aside, to turn, from)
- περιτρέπω (to turn and bring round, to overturn, upset)
- προστρέπω (to turn towards a god, to approach with prayer, supplicate)
- προτρέπω (to urge forwards, to turn in headlong flight, to give oneself up)