헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσέρχομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: προσέρχομαι προσελεύσομαι προσήλυθον

형태분석: προς (접두사) + έ̓ρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: the attic imperf. and fut. are prosh/|ein, pro/seimi

  1. 항복하다, 포기하다, 배반하다
  1. to come or go to
  2. (in a hostile sense)
  3. to surrender, capitulate
  4. to come forward to speak
  5. to come in supplication
  6. to be engaged in or with
  7. (of things) to be added

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "οὕτω γὰρ τοῖσ πολεμίοισ πλησίον προσέρχομαι, ὥστε τὸ ἐπίσημον ἡλίκον ἐστὶν ὑπ’ αὐτῶν ὁρᾶσθαι. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 41 1:2)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 41 1:2)

  • "οὕτω γὰρ τοῖσ πολεμίοισ πλησίον προσέρχομαι, ὥστε τὸ ἐπίσημον ἡλίκον ἐστὶν ὑπ’ αὐτῶν ὁρᾶσθαι. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 41 2:2)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 41 2:2)

  • ὡσ δ’ ᾐσθόμην αὐτὸν διακρουόμενόν με, προσέρχομαι τῷ Λάμπιδι, λέγων ὅτι οὐδὲν ποιεῖ τῶν δικαίων Φορμίων οὐδ’ ἀποδίδωσι τὸ δάνειον, καὶ ἅμα ἠρόμην αὐτὸν εἰ εἰδείη ὅπου ἐστίν, ἵνα προσκαλεσαίμην αὐτόν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 21:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 21:1)

  • οὗτοσ γὰρ ἐπειδὴ ἀφίκετο εἰσ Θάσον ἤδη μου τέταρτον μῆνα ἐπιτριηραρχοῦντοσ, παραλαβὼν ἐγὼ μάρτυρασ τῶν τε πολιτῶν ὡσ ἐδυνάμην πλείστουσ καὶ τοὺσ ἐπιβάτασ καὶ τὴν ὑπηρεσίαν προσέρχομαι αὐτῷ ἐν Θάσῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ ἐκέλευον αὐτὸν τήν τε ναῦν παραλαμβάνειν παρ’ ἐμοῦ ὡσ διάδοχον ὄντα, καὶ τοῦ ἐπιτετριηραρχημένου χρόνου ἀποδιδόναι μοι τἀναλώματα. (Demosthenes, Speeches 41-50, 36:2)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 36:2)

  • ἀκούσασ δ’ ἐγὼ ταῦτα τοῦ Καλλικλέουσ προσέρχομαι τῷ Καλλίππῳ, καὶ ἐρωτῶ αὐτὸν ὅποι τε τὸν πλοῦν ποιεῖται καὶ ἐπὶ τίνα. (Demosthenes, Speeches 41-50, 59:1)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 59:1)

유의어

  1. to come or go to

  2. to come forward to speak

  3. to be engaged in or with

  4. to be added

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION