- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

συνέρχομαι?

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: synerchomai 고전 발음: [쉬네코마] 신약 발음: [쉬내코매]

기본형: συνέρχομαι συνελεύσομαι

형태분석: συν (접두사) + ἔρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: the attic fut. is σύνειμι

  1. 모으다, 짜다, 집합시키다, 합치다
  2. 모으다, 합치다, 만나다
  3. 일치하다, 같은 의견이다
  1. to go together or in company
  2. to come together, assemble, to have dealings or intercourse with
  3. to meet in battle, engaged in, contested
  4. to come together, be bonded together, to form a league
  5. joined in, shared
  6. to be joined in one, to make up a sum
  7. to concur, happen together

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθίσατε δὴ καὶ μὴ εἴη ἄδικον, καὶ πάλιν τῷ δικαίῳ συνέρχεσθε. (Septuagint, Liber Iob 6:29)

    (70인역 성경, 욥기 6:29)

  • ἔτι δὲ ἕνεκα τούτου συνέρχονται. (Aristotle, Economics, Book 1 4:4)

    (아리스토텔레스, 경제학, Book 1 4:4)

  • πολύευκτον δὲ τὸν Κυδαντίδην τοῦ δήμου προστάξαντος ζητῆσαι τὴν βουλήν, εἰ συνέρχεται τοῖς φυγάσιν εἰς Μέγαρα, καὶ ζητήσασαν ἀποφῆναι πρὸς ὑμᾶς, ἀπέφηνεν ἡ βουλὴ συνιέναι. (Dinarchus, Speeches, 70:1)

    (디나르코스, 연설, 70:1)

  • πολλοὶ συνέρχονται: (Lucian, Timon, (no name) 57:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 57:2)

  • οὔτε γὰρ ἐν ταῖς ἐκκλησίαις χρήσιμόν ἐστι τοῦτο τὸ γένος τῆς φράσεως, ἐν αἷς ὑπὲρ εἰρήνης καὶ πολέμου καὶ νόμων εἰσφορᾶς καὶ πολιτειῶν κόσμου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κοινῶν καὶ μεγάλων αἱ πόλεις βουλευσόμεναι συνέρχονται, οὔτ ἐν τοῖς δικαστηρίοις, ἔνθα περὶ θανάτου καὶ φυγῆς καὶ ἀτιμίας καὶ δεσμῶν καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεως οἱ λόγοι πρὸς τοὺς ἀνειληφότας τὴν ὑπὲρ τούτων ἐξουσίαν λέγονται αἳ λυποῦσι τὸν πολιτικὸν ὄχλον οὐκ ὄντα τῶν τοιούτων ἀκουσμάτων ἐν ἔθει, οὔτ ἐν ταῖς ἰδιωτικαῖς ὁμιλίαις, ἐν αἷς περὶ τῶν βιωτικῶν διαλεγόμεθα πολίταις ἢ φίλοις ἢ συγγενέσιν διηγούμενοί τι τῶν συμβεβηκότων ἑαυτοῖς ἢ συμβουλευόμενοι περί τινος τῶν ἀναγκαίων, ἢ νουθετοῦντες ἢ παρακαλοῦντες ἢ συνηδόμενοι τοῖς ἀγαθοῖς ἢ συναλγοῦντες τοῖς κακοῖς: (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 493)

    (디오니시오스, , chapter 493)

유의어

  1. to go together or in company

  2. 모으다

  3. to meet in battle

  4. joined in

  5. 일치하다

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION