συνέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνέρχομαι
συνελεύσομαι
형태분석:
συν
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: the attic fut. is su/neimi
뜻
- 모으다, 짜다, 집합시키다, 합치다
- 모으다, 합치다, 만나다
- 일치하다, 같은 의견이다
- to go together or in company
- to come together, assemble, to have dealings or intercourse with
- to meet in battle, engaged in, contested
- to come together, be bonded together, to form a league
- joined in, shared
- to be joined in one, to make up a sum
- to concur, happen together
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἐν δὲ τῷ Περὶ πολιτείασ καὶ μητράσι λέγει συνέρχεσθαι καὶ θυγατράσι καὶ υἱοῖσ· (Diogenes Laertius, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 10:3)
(디오게네스 라에르티오스, Lives of Eminent Philosophers, ISTORIWN Z, Kef. z'. XRGSIPPOS 10:3)
- εἰ δ’ οὔτε συναγανακτεῖν ἡμῖν οὔτε κρίνεσθαι δεῖ, τρίτον ἐστὶ καταλιπεῖν ἑκατέρουσ καὶ μήτε ταῖσ ἡμετέραισ ἐπιβαίνειν συμφοραῖσ μήτε τοῖσ ἐπιβούλοισ τῆσ μητροπόλεωσ συνέρχεσθαι. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 303:1)
(플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 303:1)
- Ἀριστοκράτησ δὲ ὡσ τὰ χρήματα ἐδέξατο ἐκ Λακεδαίμονοσ, τὸ μὲν παραυτίκα ἔκρυπτεν ἐσ τοὺσ Ἀρκάδασ οἱᾶ ἐπεβούλευε, μελλόντων δὲ ἐσ χεῖρασ ἤδη συνέρχεσθαι, τηνικαῦτα ἐξεφόβησεν αὐτοὺσ ὡσ ἐν δυσχωρίᾳ τέ εἰσιν ἀπειλημμένοι καὶ ἀναχώρησισ οὐκ ἔσται αὐτοῖσ, ἢν κρατηθῶσιν, τά τε ἱερά σφισιν οὐκ ἔφη γεγονέναι κατὰ γνώμην. (Pausanias, Description of Greece, , chapter 17 10:2)
(파우사니아스, Description of Greece, , chapter 17 10:2)
- φαίησ ἂν περιοίκουσ ἅπαντασ ἢ κατὰ δῆμον οἰκοῦντασ ἄλλον χῶρον εἰσ μίαν ταύτην ἀκρόπολιν συνέρχεσθαι, ἡ δὲ οὐδεπώποτε ἀπεῖπεν, ἀλλ’ ὥσπερ τὸ τῆσ γῆσ ἔδαφοσ φέρει πάντασ, οὕτω καὶ ἥδε δέχεται μὲν τοὺσ ἐξ ἁπάσησ γῆσ, ὥσπερ τοὺσ ποταμοὺσ θάλαττα. (Aristides, Aelius, Orationes, 18:2)
(아리스티데스, 아일리오스, 연설, 18:2)
- Τῆνοσ δὲ πόλιν μὲν οὐ μεγάλην ἔχει, τὸ δ’ ἱερὸν τοῦ Ποσειδῶνοσ μέγα ἐν ἄλσει τῆσ πόλεωσ ἔξω θέασ ἄξιον, ἐν ᾧ καὶ ἑστιατόρια πεποίηται μεγάλα, σημεῖον τοῦ συνέρχεσθαι πλῆθοσ ἱκανὸν τῶν συνθυόντων αὐτοῖσ ἀστυγειτόνων τὰ Ποσειδώνια. (Strabo, Geography, Book 10, chapter 5 14:1)
(스트라본, 지리학, Book 10, chapter 5 14:1)
유의어
-
to go together or in company
-
모으다
- κοινωνέω (to have dealings with or intercourse)
- συνήκω (만나다, 접하다, 맞다)
- ἐπιμίγνυμι (to have intercourse, to be dealing with, clashing with)
- σύνειμι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ἐπιμίγνυμι (섞다, 더하다, 혼합하다)
- συλλέγω (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ἀναμίγνυμι (섞이다, 다시 혼합하다, 다시 섞다)
- ἀολλίζω (모으다, 수집하다, 짜다)
-
to meet in battle
-
joined in
-
일치하다
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)