헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἑταιρέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἑταιρέω ἑταιρήσω

형태분석: ἑταιρέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: e(tai/ra

  1. 지내다
  1. to keep company

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑταίρω

(나는) 지낸다

ἑταίρεις

(너는) 지낸다

ἑταίρει

(그는) 지낸다

쌍수 ἑταίρειτον

(너희 둘은) 지낸다

ἑταίρειτον

(그 둘은) 지낸다

복수 ἑταίρουμεν

(우리는) 지낸다

ἑταίρειτε

(너희는) 지낸다

ἑταίρουσιν*

(그들은) 지낸다

접속법단수 ἑταίρω

(나는) 지내자

ἑταίρῃς

(너는) 지내자

ἑταίρῃ

(그는) 지내자

쌍수 ἑταίρητον

(너희 둘은) 지내자

ἑταίρητον

(그 둘은) 지내자

복수 ἑταίρωμεν

(우리는) 지내자

ἑταίρητε

(너희는) 지내자

ἑταίρωσιν*

(그들은) 지내자

기원법단수 ἑταίροιμι

(나는) 지내기를 (바라다)

ἑταίροις

(너는) 지내기를 (바라다)

ἑταίροι

(그는) 지내기를 (바라다)

쌍수 ἑταίροιτον

(너희 둘은) 지내기를 (바라다)

ἑταιροίτην

(그 둘은) 지내기를 (바라다)

복수 ἑταίροιμεν

(우리는) 지내기를 (바라다)

ἑταίροιτε

(너희는) 지내기를 (바라다)

ἑταίροιεν

(그들은) 지내기를 (바라다)

명령법단수 ἑταῖρει

(너는) 지내어라

ἑταιρεῖτω

(그는) 지내어라

쌍수 ἑταίρειτον

(너희 둘은) 지내어라

ἑταιρεῖτων

(그 둘은) 지내어라

복수 ἑταίρειτε

(너희는) 지내어라

ἑταιροῦντων, ἑταιρεῖτωσαν

(그들은) 지내어라

부정사 ἑταίρειν

지내는 것

분사 남성여성중성
ἑταιρων

ἑταιρουντος

ἑταιρουσα

ἑταιρουσης

ἑταιρουν

ἑταιρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑταίρουμαι

(나는) 지내여진다

ἑταίρει, ἑταίρῃ

(너는) 지내여진다

ἑταίρειται

(그는) 지내여진다

쌍수 ἑταίρεισθον

(너희 둘은) 지내여진다

ἑταίρεισθον

(그 둘은) 지내여진다

복수 ἑταιροῦμεθα

(우리는) 지내여진다

ἑταίρεισθε

(너희는) 지내여진다

ἑταίρουνται

(그들은) 지내여진다

접속법단수 ἑταίρωμαι

(나는) 지내여지자

ἑταίρῃ

(너는) 지내여지자

ἑταίρηται

(그는) 지내여지자

쌍수 ἑταίρησθον

(너희 둘은) 지내여지자

ἑταίρησθον

(그 둘은) 지내여지자

복수 ἑταιρώμεθα

(우리는) 지내여지자

ἑταίρησθε

(너희는) 지내여지자

ἑταίρωνται

(그들은) 지내여지자

기원법단수 ἑταιροίμην

(나는) 지내여지기를 (바라다)

ἑταίροιο

(너는) 지내여지기를 (바라다)

ἑταίροιτο

(그는) 지내여지기를 (바라다)

쌍수 ἑταίροισθον

(너희 둘은) 지내여지기를 (바라다)

ἑταιροίσθην

(그 둘은) 지내여지기를 (바라다)

복수 ἑταιροίμεθα

(우리는) 지내여지기를 (바라다)

ἑταίροισθε

(너희는) 지내여지기를 (바라다)

ἑταίροιντο

(그들은) 지내여지기를 (바라다)

명령법단수 ἑταίρου

(너는) 지내여져라

ἑταιρεῖσθω

(그는) 지내여져라

쌍수 ἑταίρεισθον

(너희 둘은) 지내여져라

ἑταιρεῖσθων

(그 둘은) 지내여져라

복수 ἑταίρεισθε

(너희는) 지내여져라

ἑταιρεῖσθων, ἑταιρεῖσθωσαν

(그들은) 지내여져라

부정사 ἑταίρεισθαι

지내여지는 것

분사 남성여성중성
ἑταιρουμενος

ἑταιρουμενου

ἑταιρουμενη

ἑταιρουμενης

ἑταιρουμενον

ἑταιρουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑταιρήσω

(나는) 지내겠다

ἑταιρήσεις

(너는) 지내겠다

ἑταιρήσει

(그는) 지내겠다

쌍수 ἑταιρήσετον

(너희 둘은) 지내겠다

ἑταιρήσετον

(그 둘은) 지내겠다

복수 ἑταιρήσομεν

(우리는) 지내겠다

ἑταιρήσετε

(너희는) 지내겠다

ἑταιρήσουσιν*

(그들은) 지내겠다

기원법단수 ἑταιρήσοιμι

(나는) 지내겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοις

(너는) 지내겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοι

(그는) 지내겠기를 (바라다)

쌍수 ἑταιρήσοιτον

(너희 둘은) 지내겠기를 (바라다)

ἑταιρησοίτην

(그 둘은) 지내겠기를 (바라다)

복수 ἑταιρήσοιμεν

(우리는) 지내겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοιτε

(너희는) 지내겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοιεν

(그들은) 지내겠기를 (바라다)

부정사 ἑταιρήσειν

지낼 것

분사 남성여성중성
ἑταιρησων

ἑταιρησοντος

ἑταιρησουσα

ἑταιρησουσης

ἑταιρησον

ἑταιρησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἑταιρήσομαι

(나는) 지내여지겠다

ἑταιρήσει, ἑταιρήσῃ

(너는) 지내여지겠다

ἑταιρήσεται

(그는) 지내여지겠다

쌍수 ἑταιρήσεσθον

(너희 둘은) 지내여지겠다

ἑταιρήσεσθον

(그 둘은) 지내여지겠다

복수 ἑταιρησόμεθα

(우리는) 지내여지겠다

ἑταιρήσεσθε

(너희는) 지내여지겠다

ἑταιρήσονται

(그들은) 지내여지겠다

기원법단수 ἑταιρησοίμην

(나는) 지내여지겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοιο

(너는) 지내여지겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοιτο

(그는) 지내여지겠기를 (바라다)

쌍수 ἑταιρήσοισθον

(너희 둘은) 지내여지겠기를 (바라다)

ἑταιρησοίσθην

(그 둘은) 지내여지겠기를 (바라다)

복수 ἑταιρησοίμεθα

(우리는) 지내여지겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοισθε

(너희는) 지내여지겠기를 (바라다)

ἑταιρήσοιντο

(그들은) 지내여지겠기를 (바라다)

부정사 ἑταιρήσεσθαι

지내여질 것

분사 남성여성중성
ἑταιρησομενος

ἑταιρησομενου

ἑταιρησομενη

ἑταιρησομενης

ἑταιρησομενον

ἑταιρησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡταῖρουν

(나는) 지내고 있었다

ἡταῖρεις

(너는) 지내고 있었다

ἡταῖρειν*

(그는) 지내고 있었다

쌍수 ἡταίρειτον

(너희 둘은) 지내고 있었다

ἡταιρεῖτην

(그 둘은) 지내고 있었다

복수 ἡταίρουμεν

(우리는) 지내고 있었다

ἡταίρειτε

(너희는) 지내고 있었다

ἡταῖρουν

(그들은) 지내고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἡταιροῦμην

(나는) 지내여지고 있었다

ἡταίρου

(너는) 지내여지고 있었다

ἡταίρειτο

(그는) 지내여지고 있었다

쌍수 ἡταίρεισθον

(너희 둘은) 지내여지고 있었다

ἡταιρεῖσθην

(그 둘은) 지내여지고 있었다

복수 ἡταιροῦμεθα

(우리는) 지내여지고 있었다

ἡταίρεισθε

(너희는) 지내여지고 있었다

ἡταίρουντο

(그들은) 지내여지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καλοῦσι δὲ καὶ τὰσ μισθαρνούσασ ἑταίρασ καὶ τὸ ἐπὶ συνουσίαισ μισθαρνεῖν ἑταιρεῖν, οὐκ ἔτι πρὸσ τὸ ἔτυμον ἀναφέροντεσ, ἀλλὰ πρὸσ τὸ εὐσχημονέστερον, καθὸ δὴ καὶ Μένανδροσ ἐν Παρακαταθήκῃ ἀπὸ τῶν ἑταιρῶν τοὺσ ἑταίρουσ διαστέλλων φησί· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 28 3:5)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 28 3:5)

  • ἐν ταῖσ Ἀθήναισ χαλκοτύποσ σφόδρ’ εὐφυήσ, καταλελυκυίασ τῆσ Γναθαινίου σχεδὸν οὐκέτι θ’ ἑταιρεῖν ὑπομενούσησ διὰ τό πωσ τὸν Ἀνδρόνικον ἡδέωσ αὐτῆσ ἔχειν τὸν ὑποκριτὴν τότε δ’ ὄντοσ ἐν ἀποδημίᾳ, ἐξ οὗ γεγονὸσ ἦν ἄρρεν αὐτῷ παιδίον, οὐχ ὑπομένουσαν τὴν Γναθαίνιον λαβεῖν μίσθωμα, λιπαρῶν δὲ καὶ προσκείμενοσ πολὺ δαπανήσασ ἔσχεν αὐτὴν χρυσίον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 2:3)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 44 2:3)

  • ἀλλὰ τίν’, ὦ Φορμίων, τῶν πολιτῶν ἑταιρεῖν, ὥσπερ σύ, μεμίσθωμαι; (Demosthenes, Speeches 41-50, 119:1)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 119:1)

  • διαρρήδην γοῦν λέγει ὁ νόμοσ, ἐάν τινα ἐκμισθώσῃ ἑταιρεῖν πατὴρ ἢ ἀδελφὸσ ἢ θεῖοσ ἢ ἐπίτροποσ ἢ ὅλωσ τῶν κυρίων τισ, κατ’ αὐτοῦ μὲν τοῦ παιδὸσ οὐκ ἐᾷ γραφὴν εἶναι, κατὰ δὲ τοῦ μισθώσαντοσ καὶ τοῦ μισθωσαμένου, τοῦ μὲν ὅτι ἐξεμίσθωσε, τοῦ δὲ ὅτι, φησίν, ἐμισθώσατο. (Aeschines, Speeches, , section 133)

    (아이스키네스, 연설, , section 133)

  • καὶ ἴσα τὰ ἐπιτίμια ἑκατέρῳ πεποίηκε, καὶ μὴ ἐπάναγκεσ εἶναι τῷ παιδὶ ἡβήσαντι τρέφειν τὸν πατέρα μηδὲ οἴκησιν παρέχειν, ὃσ ἂν ἐκμισθωθῇ ἑταιρεῖν· (Aeschines, Speeches, , section 134)

    (아이스키네스, 연설, , section 134)

유의어

  1. 지내다

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION