συνέρχομαι
비축약 동사;
이상동사
자동번역
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
συνέρχομαι
συνελεύσομαι
형태분석:
συν
(접두사)
+
έ̓ρχ
(어간)
+
ομαι
(인칭어미)
어원: the attic fut. is su/neimi
뜻
- 모으다, 짜다, 집합시키다, 합치다
- 모으다, 합치다, 만나다
- 일치하다, 같은 의견이다
- to go together or in company
- to come together, assemble, to have dealings or intercourse with
- to meet in battle, engaged in, contested
- to come together, be bonded together, to form a league
- joined in, shared
- to be joined in one, to make up a sum
- to concur, happen together
활용 정보
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- ἔτι δὲ ἕνεκα τούτου συνέρχονται. (Aristotle, Economics, Book 1 4:4)
(아리스토텔레스, 경제학, Book 1 4:4)
- πολλοὶ συνέρχονται· (Lucian, Timon, (no name) 57:2)
(루키아노스, Timon, (no name) 57:2)
- οὔτε γὰρ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ χρήσιμόν ἐστι τοῦτο τὸ γένοσ τῆσ φράσεωσ, ἐν αἷσ ὑπὲρ εἰρήνησ καὶ πολέμου καὶ νόμων εἰσφορᾶσ καὶ πολιτειῶν κόσμου καὶ τῶν ἄλλων τῶν κοινῶν καὶ μεγάλων αἱ πόλεισ βουλευσόμεναι συνέρχονται, οὔτ’ ἐν τοῖσ δικαστηρίοισ, ἔνθα περὶ θανάτου καὶ φυγῆσ καὶ ἀτιμίασ καὶ δεσμῶν καὶ χρημάτων ἀφαιρέσεωσ οἱ λόγοι πρὸσ τοὺσ ἀνειληφότασ τὴν ὑπὲρ τούτων ἐξουσίαν λέγονται αἳ λυποῦσι τὸν πολιτικὸν ὄχλον οὐκ ὄντα τῶν τοιούτων ἀκουσμάτων ἐν ἔθει, οὔτ’ ἐν ταῖσ ἰδιωτικαῖσ ὁμιλίαισ, ἐν αἷσ περὶ τῶν βιωτικῶν διαλεγόμεθα πολίταισ ἢ φίλοισ ἢ συγγενέσιν διηγούμενοί τι τῶν συμβεβηκότων ἑαυτοῖσ ἢ συμβουλευόμενοι περί τινοσ τῶν ἀναγκαίων, ἢ νουθετοῦντεσ ἢ παρακαλοῦντεσ ἢ συνηδόμενοι τοῖσ ἀγαθοῖσ ἢ συναλγοῦντεσ τοῖσ κακοῖσ· (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 493)
(디오니시오스, , chapter 493)
- οἷσ ἦν ἡ διάλεκτοσ χρήσιμοσ οὗτοσ ὁ χαρακτὴρ οὔτ’ εἰσ τοὺσ συμβουλευτικοὺσ οὔτ’ εἰσ τοὺσ δικανικοὺσ ἀγῶνασ, ἐν οἷσ οἵ τ’ ἐκκλησιάζοντεσ καὶ οἱ δικάζοντεσ, οὐχ οἱούσ ὁ Θουκυδίδησ ὑπέθετο, συνέρχονται. (Dionysius of Halicarnassus, , chapter 50 2:1)
(디오니시오스, , chapter 50 2:1)
- ὥσπερ γὰρ τὰ συμπαγέντα, κἂν χαλάσῃ τὸ ἐχέκολλον, ἐνδέχεται πάλιν δεθῆναι καὶ συνελθεῖν, συμφυοῦσ δὲ σώματοσ ῥαγέντοσ ἢ σχισθέντοσ ἔργον ἐστὶ κόλλησιν εὑρεῖν καὶ σύμφυσιν οὕτωσ αἱ μὲν ὑπὸ χρείασ συνημμέναι φιλίαι κἂν διαστῶσιν οὐ χαλεπῶσ αὖθισ ἀναλαμβάνουσιν, ἀδελφοὶ δὲ τοῦ κατὰ φύσιν ἐκπεσόντεσ οὔτε ῥᾳδίωσ συνέρχονται, κἂν συνέλθωσι, ῥυπαρὰν καὶ ὕποπτον οὐλὴν αἱ διαλύσεισ ἐφέλκονται. (Plutarch, De fraterno amore, section 7 1:3)
(플루타르코스, De fraterno amore, section 7 1:3)
유의어
-
to go together or in company
-
모으다
- κοινωνέω (to have dealings with or intercourse)
- συνήκω (만나다, 접하다, 맞다)
- ἐπιμίγνυμι (to have intercourse, to be dealing with, clashing with)
- σύνειμι (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ἐπιμίγνυμι (섞다, 더하다, 혼합하다)
- συλλέγω (모으다, 짜다, 집합시키다)
- ἀναμίγνυμι (섞이다, 다시 혼합하다, 다시 섞다)
- ἀολλίζω (모으다, 수집하다, 짜다)
-
to meet in battle
-
joined in
-
일치하다
파생어
- ἀμφέρχομαι (둘러싸다, 포위하다, 에워싸다)
- ἀνέρχομαι (오르다, 세워지다, 올라가다)
- ἀπέρχομαι (떠나다, 은퇴하다, 퇴직하다)
- διέρχομαι (통과하다, 겪다, 통하다)
- εἰσέρχομαι (들어가다, 입장하다, 침입하다)
- ἐξέρχομαι (나가다, 나오다, 사귀다)
- ἐπέρχομαι (마주치다, 입장하다, 우연히 만나다)
- ἔρχομαι (오다, 가다)
- κατέρχομαι (되돌아가다, 반환하다, 다녀오다)
- μετέρχομαι (뒤따르다, 따르다, 따라가다)
- παρεξέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 위반하다)
- περιέρχομαι (돌다, 둘러가다, 돌아다니다)
- προαπέρχομαι (to go away before)
- προέρχομαι (전진하다, 나아가다, 행군하다)
- προσέρχομαι (항복하다, 포기하다, 배반하다)
- συνεξέρχομαι (to go or come out with)
- ὑπεισέρχομαι (마음 속으로 들어가다)
- ὑπεξέρχομαι (철수하다, 물러나다, 철수시키다)
- ὑπερέρχομαι (도망치다, 등한시하다, 우수하다)