- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

προσέρχομαι?

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: proserchomai 고전 발음: [로세코마] 신약 발음: [로새코매]

기본형: προσέρχομαι προσελεύσομαι προσήλυθον

형태분석: προς (접두사) + ἔρχ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: the attic imperf. and fut. are προσῄειν, πρόσειμι

  1. 항복하다, 포기하다, 배반하다
  1. to come or go to
  2. (in a hostile sense)
  3. to surrender, capitulate
  4. to come forward to speak
  5. to come in supplication
  6. to be engaged in or with
  7. (of things) to be added

활용 정보

현재 시제

미래 시제

미완료(Imperfect) 시제

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθ᾿ ὃν ἔδει τρόπον προσέρχεσθαι τοὺς ὑπομένοντας ἀμύνεσθαι, ὧν οὐ θέμις γεύσασθαι διὰ τὴν πρὸς τὸν ζῆν φιλοστοργίαν. (Septuagint, Liber Maccabees II 6:20)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 6:20)

  • ΤΕΚΝΟΝ, εἰ προσέρχῃ δουλεύειν Κυρίῳ Θεῷ, ἑτοίμασον τὴν ψυχήν σου εἰς πειρασμόν. (Septuagint, Liber Sirach 2:1)

    (70인역 성경, Liber Sirach 2:1)

  • ἑτέρωθεν δὲ προσέρχεται ἡ Διαβολή, γύναιον ἐς ὑπερβολὴν πάγκαλον, ὑπόθερμον δὲ καὶ παρακεκινημένον, οἱο῀ν δὴ τὴν λύτταν καὶ τὴν ὀργὴν δεικνύουσα, τῇ μὲν ἀριστερᾷ δᾷδα καιομένην ἔχουσα, τῇ ἑτέρᾳ δὲ νεανίαν τινὰ τῶν τριχῶν σύρουσα τὰς χεῖρας ὀρέγοντα εἰς τὸν οὐρανὸν καὶ μαρτυρόμενον τοὺς θεούς. (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:3)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 5:3)

  • καὶ τὸ πάντων οἴκτιστον, ὁ μὲν οὐκ εἰδὼς τὰ γεγενημένα προσέρχεται τῷ φίλῳ φαιδρὸς ἅτε μηδὲν ἑαυτῷ φαῦλον συνεπιστάμενος καὶ τὰ συνήθη λέγει καὶ ποιεῖ, παντὶ τρόπῳ ὁ ἄθλιος ἐνηδρευμένος: (Lucian, Calumniae non temere credundum, (no name) 23:1)

    (루키아노스, Calumniae non temere credundum, (no name) 23:1)

  • ἀπῄει μετάπεμπτος ὡς ἐπὶ παιδείᾳ τῷ βασιλεῖ συνεσόμενος - προσέρχεται, ἔφη, Ἀπολλώνιος καὶ οἱ Ἀργοναῦται αὐτοῦ. (Lucian, (no name) 31:2)

    (루키아노스, (no name) 31:2)

  • "οὕτω γὰρ τοῖς πολεμίοις πλησίον προσέρχομαι, ὥστε τὸ ἐπίσημον ἡλίκον ἐστὶν ὑπ αὐτῶν ὁρᾶσθαι. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 41 1:2)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 41 1:2)

  • "οὕτω γὰρ τοῖς πολεμίοις πλησίον προσέρχομαι, ὥστε τὸ ἐπίσημον ἡλίκον ἐστὶν ὑπ αὐτῶν ὁρᾶσθαι. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 41 2:2)

    (플루타르코스, Apophthegmata Laconica, , section 41 2:2)

  • ὡς δ ᾐσθόμην αὐτὸν διακρουόμενόν με, προσέρχομαι τῷ Λάμπιδι, λέγων ὅτι οὐδὲν ποιεῖ τῶν δικαίων Φορμίων οὐδ ἀποδίδωσι τὸ δάνειον, καὶ ἅμα ἠρόμην αὐτὸν εἰ εἰδείη ὅπου ἐστίν, ἵνα προσκαλεσαίμην αὐτόν. (Demosthenes, Speeches 31-40, 21:1)

    (데모스테네스, Speeches 31-40, 21:1)

  • οὗτος γὰρ ἐπειδὴ ἀφίκετο εἰς Θάσον ἤδη μου τέταρτον μῆνα ἐπιτριηραρχοῦντος, παραλαβὼν ἐγὼ μάρτυρας τῶν τε πολιτῶν ὡς ἐδυνάμην πλείστους καὶ τοὺς ἐπιβάτας καὶ τὴν ὑπηρεσίαν προσέρχομαι αὐτῷ ἐν Θάσῳ ἐν τῇ ἀγορᾷ, καὶ ἐκέλευον αὐτὸν τήν τε ναῦν παραλαμβάνειν παρ ἐμοῦ ὡς διάδοχον ὄντα, καὶ τοῦ ἐπιτετριηραρχημένου χρόνου ἀποδιδόναι μοι τἀναλώματα. (Demosthenes, Speeches 41-50, 36:2)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 36:2)

  • ἀκούσας δ ἐγὼ ταῦτα τοῦ Καλλικλέους προσέρχομαι τῷ Καλλίππῳ, καὶ ἐρωτῶ αὐτὸν ὅποι τε τὸν πλοῦν ποιεῖται καὶ ἐπὶ τίνα. (Demosthenes, Speeches 41-50, 59:1)

    (데모스테네스, Speeches 41-50, 59:1)

유의어

  1. to come or go to

  2. to come forward to speak

  3. to be engaged in or with

  4. to be added

관련어

명사

형용사

동사

부사

파생어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION