μακρός
1/2군 변화 형용사;
로마알파벳 전사:
고전 발음: []
신약 발음: []
기본형:
μακρός
μακρά̄
μακρόν
형태분석:
μακρ
(어간)
+
ος
(어미)
어원: (from MAK, Root of mh=kos)
뜻
- 긴
- 깊은, 높은
- 먼, 먼 거리의
- 긴
- 장모음의
- long
- tall, deep
- far, distant
- (time) long
- (grammar, of vowels) long
곡용 정보
1/2군 변화
위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.
현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.
- καὶ ἐσμικρύνθη ταῦτα ἐνώπιόν σου, ὁ Θεόσ, καὶ ἐλάλησασ ἐπὶ τὸν οἶκον τοῦ παιδόσ σου ἐκ μακρῶν καὶ ἐπεῖδέσ με ὡσ ὅρασισ τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὕψωσάσ με, Κύριε ὁ Θεόσ. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 17:17)
(70인역 성경, 역대기 상권 17:17)
- ἢ μακρότερα μέτρου γῆσ ἢ εὔρουσ θαλάσσησ̣ (Septuagint, Liber Iob 11:9)
(70인역 성경, 욥기 11:9)
- βασιλεὺσ ἐνδεὴσ προσόδων μέγασ συκοφάντησ, ὁ δὲ μισῶν ἀδικίαν μακρὸν χρόνον ζήσεται. (Septuagint, Liber Proverbiorum 28:16)
(70인역 성경, 잠언 28:16)
- τελειωθεὶσ ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνουσ μακρούσ, (Septuagint, Liber Sapientiae 4:13)
(70인역 성경, 지혜서 4:13)
- καὶ γὰρ τῶν πλάνησ ὁδῶν μακρότερον ἐπλανήθησαν, θεοὺσ ὑπολαμβάνοντεσ τὰ καὶ ἐν ζῴοισ τῶν ἐχθρῶν ἄτιμα, νηπίων δίκην ἀφρόνων ψευσθέντεσ. (Septuagint, Liber Sapientiae 12:24)
(70인역 성경, 지혜서 12:24)
- καὶ ἐρεῖσ. τάδε λέγει Κύριοσ. ὁ ἀετὸσ ὁ μέγασ ὁ μεγαλοπτέρυγοσ, ὁ μακρὸσ τῇ ἐκτάσει, πλήρησ ὀνύχων, ὃσ ἔχει τὸ ἥγημα εἰσελθεῖν εἰσ τὸν Λίβανον καὶ ἔλαβε τὰ ἐπίλεκτα τῆσ κέδρου, (Septuagint, Prophetia Ezechielis 17:3)
(70인역 성경, 에제키엘서 17:3)
- τράχηλοσ δὲ μακρόσ τε ἔστω καὶ περιφερὴσ καὶ ὑγρόσ· (Arrian, Cynegeticus, chapter 5 8:1)
(아리아노스, Cynegeticus, chapter 5 8:1)
- μακρὸσ δὲ καὶ ὄρθιοσ οἶμοσ ἐσ αὐτὴν καὶ τρηχὺσ τὸ πρῶτον· (Hesiod, Works and Days, Book WD 35:5)
(헤시오도스, 일과 날, Book WD 35:5)
- καὶ οὐκ ἐπὶ μὲν τῆσ ἑρμηνείασ τοιοῦτόσ ἐστιν, ἐν δὲ τοῖσ πράγμασιν ἄκαιρόσ τισ καὶ μακρόσ, συνέστραπται δὲ εἴ τισ καὶ ἄλλοσ καὶ πεπύκνωται τοῖσ νοήμασι, καὶ τοσούτου δεῖ τῶν οὐκ ἀναγκαίων τι λέγειν, ὥστε καὶ πολλὰ καὶ τῶν χρησίμων ἂν δόξειε παραλιπεῖν, οὐ μὰ Δία ἀσθενείᾳ εὑρέσεωσ αὐτὸ ποιῶν, ἀλλὰ συμμετρήσει τοῦ χρόνου, πρὸσ ὃν ἔδει γενέσθαι τοὺσ λόγουσ. (Dionysius of Halicarnassus, chapter 51)
(디오니시오스, chapter 51)
- δεινὸν δὲ περίαχε πόντοσ ἀπείρων, γῆ δὲ μέγ’ ἐσμαράγησεν, ἐπέστενε δ’ οὐρανὸσ εὐρὺσ σειόμενοσ, πεδόθεν δὲ τινάσσετο μακρὸσ Ὄλυμποσ ῥιπῇ ὕπ’ ἀθανάτων, ἔνοσισ δ’ ἵκανε βαρεῖα Τάρταρον ἠερόεντα, ποδῶν τ’ αἰπεῖα ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο βολάων τε κρατεράων· (Hesiod, Theogony, Book Th. 65:8)
(헤시오도스, 신들의 계보, Book Th. 65:8)
유의어
-
긴
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- δολιχός (긴, 먼)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
깊은
-
먼
-
긴
- ()
- δολιχός (긴, 먼)
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- δηρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- μακρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)
-
장모음의
- ()
- συχνός (긴, 주사위의, 장모음의)
- δολιχός (긴, 먼)
- μακροβίοτος (긴, 기다란)
- ἱμερτός (아리따운, 사랑스러운, 그리운)
- μακρόβιος (long-lived)
- δηναιός (long-lived)
- δηρόβιος (long-lived)
- πολυχρόνιος (장기간의)
- μακρόχειρ (long-armed)
- ἡμερήσιος (a day long, day's)
- μακροκέφαλος (long-headed)
- ἐπιπόθητος (사랑받는, 그리운)
- τετράσχοινος (긴, 네, 장모음의)
- ἑπτακαιδεκάπους (feet long)
- αἰώνιος (오래 가는, 영속적인, 영구적인)
- φιλόγαμος (longing for marriage)
- χρόνιος (long-continued)
- μακροφάρυγξ (long-necked)
- δολιχόδειρος (long-necked)
- ταναόδειρος (long-necked)
- μακραύχην (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακροτράχηλος (long-necked)
- πλεθριαῖος (broad or long)
- οὐατόεις (long-eared)
- δηρός (긴, 주사위의, 장모음의)
- μακρόμαλλος (with long wool)
- ἑξάπλεθρος (긴, 주사위의, 장모음의)
- τανύπλεκτος (in long plaits)