Ancient Greek-English Dictionary Language

λαμπρός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: λαμπρός λαμπρή λαμπρόν

Structure: λαμπρ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: la/mpw

Sense

  1. bright, brilliant, radiant
  2. bright
  3. bright, limpid
  4. clear, sonorous, distinct
  5. a fresh keen, a fresh, vigorously, vigorously
  6. clear, manifest, decisive, without concealment
  7. well-known, illustrious, magnificent, munificent
  8. bright, joyous
  9. splendid, brilliant, most splendidly

Examples

  • μετὰ ταῦτα δὲ λούσαντεσ αὐτούσ, ὡσ οὐχ ἱκανῆσ τῆσ κάτω λίμνησ λουτρὸν εἶναι τοῖσ ἐκεῖ, καὶ μύρῳ τῷ καλλίστῳ χρίσαντεσ τὸ σῶμα πρὸσ δυσωδίαν ἤδη βιαζόμενον καὶ στεφανώσαντεσ τοῖσ ὡραίοισ ἄνθεσι προτίθενται λαμπρῶσ ἀμφιέσαντεσ, ἵνα μὴ ῥιγῷεν δῆλον ὅτι παρὰ τὴν ὁδὸν μηδὲ γυμνοὶ βλέποιντο τῷ Κερβέρῳ. (Lucian, (no name) 11:1)
  • <Σωσίπολισ> Ἀντισσαῖοσ δέ, δεηθείσησ τῆσ πόλεωσ χρημάτων, εἰθισμένων δὲ αὐτῶν λαμπρῶσ ἄγειν Διονύσια, ἐν οἷσ ἄλλα τε πολλὰ ἀνήλισκον ἐξ ἐνιαυτοῦ παρασκευάζοντεσ καὶ ἱερεῖα πολυτελῆ, ὑπογύου δὲ οὔσησ ταύτησ τῆσ ἑορτῆσ, ἔπεισεν αὐτοὺσ τῷ μὲν Διονύσῳ εὔξασθαι ἐσ νέωτα ἀποδώσειν διπλάσια, ταῦτα δὲ συναγαγόντασ ἀποδόσθαι. (Aristotle, Economics, Book 2 35:1)
  • ὁ δέ, Πάνυ λαμπρῶσ, φησίν, ἀνεστρέψαμεν. (Lucian, Dialogi meretricii, 2:8)
  • ^ οὗτόσ ἐστιν ὁ πολλάκισ ἡμᾶσ καθ’ ἱερῶν τελείων ἑστιάσασ, ὁ νεόπλουτοσ, ὁ τὰσ ὅλασ ἑκατόμβασ, παρ’ ᾧ λαμπρῶσ ἑορτάζειν εἰώθαμεν τὰ Διάσια. (Lucian, Timon, (no name) 7:7)
  • πρὸσ βαλανείῳ ψυχρῷ καὶ φαύλῳ κεκοσμημένον ἰδὼν ἡρῷον λαμπρῶσ ὡσ ἐξῆλθεν λελουμένοσ κακῶσ ’ οὐ θαυμάζω ἔφη, ’ ὅτι πολλοὶ ἀνάκεινται πίνακεσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 8, book 8, chapter 441)

Synonyms

  1. bright

  2. bright

  3. clear

  4. well-known

  5. bright

  6. splendid

Related

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION